Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Συμβιβασμοί, συμμαχίες και μεταρρυθμίσεις


Συμβιβασμοί, συμμαχίες και μεταρρυθμίσεις


Συμβιβασμός ονομάζεται στην πολιτική, η παραίτηση κάποιου από ορισμένες διεκδικήσεις, η παραίτησή του από ένα μέρος των διεκδικήσεών του, σαν αποτέλεσμα συμφωνίας με άλλο κόμμα.
Οι συμβιβασμοί που κάνει ένα μαχόμενο κόμμα, συχνά του επιβάλλονται αναπόφευκτα από τις περιστάσεις, και είναι παράλογο ν αρνηθείς μια για πάντα «να εισπράξεις κατά δόσεις όσα σου χρωστάνε».
Το καθήκον ενός αληθινά επαναστατικού κόμματος συνίσταται όχι στο να διακηρύττει πως είναι αδύνατον να παραιτηθεί από κάθε συμβιβασμό, αλλά στο να ξέρει να διατηρεί μέσω όλων αυτών των συμβιβασμών, στο βαθμό που είναι αναπόφευκτοι, την πίστη στις αρχές του, στην τάξη του, στα επαναστατικό του καθήκον, στο έργο του της προετοιμασίας της επανάστασης και της διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών για τη νίκη της επανάστασης.
Το να δεχτούμε να πάρουμε μέρος στην 3η και στην 4η Δούμα ήταν συμβιβασμός, προσωρινή παραίτηση απ τις επαναστατικές διεκδικήσεις. Ήταν όμως ένας απόλυτα αναγκαστικός συμβιβασμός.
Τώρα στην ημερήσια διάταξη μπαίνει το ζήτημα όχι ενός αναγκαστικού, αλλά ενός θεληματικού συμβιβασμού. Τώρα έχει επέλθει μια τόσο απότομη και τόσο πρωτότυπη στροφή στη ρωσική επανάσταση, που μπορούμε σαν κόμμα να προτείνουμε έναν θεληματικό συμβιβασμό. Μόνο σαν εξαίρεση, μόνο λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης. Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ, κυβέρνηση από εσέρους και μενσεβίκους, υπόλογη απέναντι στα Σοβιέτ. Η κυβέρνηση αυτή θα μπορούσε να εξασφαλίσει με πολύ μεγάλες πιθανότητες την ειρηνική κίνηση προς τα μπρος της ρωσικής επανάστασης. Ο συμβιβασμός θα συνίστατο στο ότι οι μπολσεβίκοι χωρίς να έχουν την αξίωση συμμετοχής στην κυβέρνηση, θα παραιτούνταν απ τις επαναστατικές μεθόδους πάλης και τη διεκδίκηση να προβάλλουν αμέσως το πέρασμα της εξουσίας στο προλεταριάτο και στους φτωχούς αγρότες. Όρος θα ήταν η πλήρης ελευθερία ζύμωσης και η σύγκλιση της Συντακτικής Συνέλευσης χωρίς καινούργιες αναβολές. Ίσως αυτό να είναι πια αδύνατο; Ίσως. Αν όμως υπάρχει δυνατότητα ακόμη κι ένα στα εκατό, τότε και πάλι θα άξιζε τον κόπο να γίνει προσπάθεια να πραγματοποιηθεί η δυνατότητα αυτή.
(Λένιν, τ. 34, σελ. 133-136, «Για τους συμβιβασμούς»).


Μόνο όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του μπορεί να φοβάται τις προσωρινές συμμαχίες, έστω και με ανθρώπους ασταθείς. Και κανένα πολιτικό κόμμα δεν θα μπορούσε να υπάρξει δίχως τέτοιες συμμαχίες.
(Λένιν, τ. 6, σελ 16, «Τι να κάνουμε»).


Η στάση του μαρξισμού απέναντι στο δρόμο της ιστορίας με ζιγκ-ζάγκ μοιάζει ουσιαστικά με τη στάση του απέναντι στους συμβιβασμούς. Κάθε στροφή της ιστορίας που συντελείται με ζίγκ-ζάγκ είναι συμβιβασμός, συμβιβασμός ανάμεσα στο παλιό, που δεν είναι πια αρκετά δυνατό για ν αρνηθεί εντελώς το καινούργιο, και στο καινούργιο, που δεν είναι ακόμη αρκετά δυνατό, για ν ανατρέψει εντελώς το παλιό.
Ο μαρξισμός δεν αρνείται τους συμβιβασμούς, θεωρεί απαραίτητο να τους χρησιμοποιεί, αυτό όμως δεν αποκλείει καθόλου το γεγονός ότι ο μαρξισμός, σαν ζωντανή και σε δράση ιστορική δύναμη, παλεύει με τον πιο ενεργητικό τρόπο ενάντια στους συμβιβασμούς.
Όποιος δεν μπορεί να κατανοήσει αυτή τη φαινομενική αντίφαση, δεν έχει μάθει ούτε την αλφαβήτα του μαρξισμού.
Το ζήτημα έλεγε ο Ένγκελς, δεν είναι να ορκιζόμαστε να μην χρησιμοποιούμε τους συμβιβασμούς, που σ αυτούς μας καταδικάζουν τα γεγονότα (ή μας αναγκάζουν τα γεγονότα). Το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε με σαφήνεια τους πραγματικούς επαναστατικούς σκοπούς του προλεταριάτου και να είμαστε ικανοί να επιδιώκουμε την πραγματοποίησή τους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ζίγκ-ζάγκ και συμβιβασμούς.
(Λένιν, τ. 16, σελ 10, «Ενάντια στην αποχή»).

Το να αρνιέσαι τους συμβιβασμούς «από άποψη αρχών», το να αρνιέσαι γενικά οποιονδήποτε συμβιβασμό, αποτελεί παιδαριωδία, που είναι δύσκολο ακόμη και να την πάρει κανείς στα σοβαρά. Ο πολιτικός που θέλει να είναι ωφέλιμος στο επαναστατικό προλεταριάτο, πρέπει να ξέρει να ξεχωρίζει τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, εκείνων ακριβώς των συμβιβασμών, που είναι απαράδεκτοι, που εκφράζουν οπορτουνισμό και προδοσία, και να κατευθύνει όλη τη δύναμη της κριτικής του, όλη την αιχμή ενός αμείλικτου ξεσκεπάσματος και ενός ανειρήνευτου πολέμου ενάντια σ αυτούς τους συγκεκριμένους συμβιβασμούς, χωρίς να επιτρέπει στους πολύπειρους «καταφερτζήδες» σοσιαλιστές και στους κοινοβουλευτικούς Ιησουϊτες, να ξεφεύγουν και να ξεγλιστρούν από τις ευθύνες, με επιχειρήματα για «συμβιβασμούς γενικά». Υπάρχουν συμβιβασμοί και συμβιβασμοί. Πρέπει να ξέρεις ν αναλύεις την κατάσταση και τους συγκεκριμένους όρους κάθε συμβιβασμού ή κάθε ποικιλίας συμβιβασμών. Πρέπει να μάθεις να ξεχωρίζεις τον άνθρωπο που έδωσε στους ληστές λεφτά και όπλα για να περιορίσει το κακό που έκαναν οι ληστές και να διευκολύνει τη σύλληψη και την εκτέλεσή τους, από τον άνθρωπο που δίνει στους ληστές λεφτά και όπλα για να πάρει μέρος στο μοίρασμα της ληστρικής λείας.
(Λένιν, τ. 41, σελ. 20, «Ο αριστερισμός»).

(Οι άνθρωποι πρέπει να ξέρουν) πως όλα τα όρια και στη φύση και στην κοινωνία, είναι κινητά και ως ένα βαθμό συμβατικά.
Στα πρακτικά ζητήματα της πολιτικής, σε κάθε χωριστή ή ειδική ιστορική στιγμή, το σπουδαίο είναι να ξέρεις να ξεχωρίζεις τα ζητήματα στα οποία εκδηλώνεται η κυριότερη μορφή των συμβιβασμών που είναι απαράδεκτοι, προδοτικοί, και να κατευθύνεις όλες σου τις προσπάθειες στο ξεσκέπασμά τους και στην καταπολέμησή τους.
Όλη η ιστορία του μπολσεβικισμού, και πριν και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, είναι γεμάτη από περιπτώσεις ελιγμών, συμφωνιών, συμβιβασμών με άλλα κόμματα, χωρίς να εξαιρούνται και τα αστικά κόμματα.
Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις, και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα, κάθε, έστω και την ελάχιστη «ρωγμή» ανάμεσα στους εχθρούς, κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην αστική τάξη των διαφόρων χωρών, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό κάθε χώρας, όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη δυνατότητα ν αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο απ το μαρξισμό και απ τον επιστημονικό, σύγχρονο, σοσιαλισμό γενικά. Η θεωρία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση.
Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το «καθαρό» προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους, από τον προλετάριο ως τον μισοπρολετάριο, από τον μισοπρολετάριο ως τον μικροαγρότη κλπ, αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κλπ. Απ όλα αυτά απορρέει η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική, έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη.
Οι μικροαστοί δημοκράτες ταλαντεύονται αναπόφευκτα ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο. Η σωστή τακτική των κομμουνιστών πρέπει να συνίσταται στο να εκμεταλλεύονται αυτές τις ταλαντεύσεις, και όχι να τις αγνοούν. Η εκμετάλλευσή τους, απαιτεί υποχωρήσεις απέναντι στα στοιχεία εκείνα που προσανατολίζονται, από τη στιγμή και στο μέτρο που προσανατολίζονται, προς το προλεταριάτο, παράλληλα με τον αγώνα ενάντια σε εκείνους που προσανατολίζονται προς την αστική τάξη.
Να δένουμε προκαταβολικά τα χέρια μας, να λέμε ανοιχτά στον εχθρό, που τώρα είναι καλύτερα εξοπλισμένος από μας, αν θα τον πολεμήσουμε και πότε, είναι ανοησία και όχι επαναστατισμός. Να δεχόμαστε τη μάχη, όταν αυτό συμφέρει ολοφάνερα στον αντίπαλο και όχι σε μας, είναι έγκλημα, και δεν αξίζουν πεντάρα οι πολιτικοί ηγέτες της επαναστατικής τάξης, που δεν ξέρουν να κάνουν «ελιγμούς, συμφωνίες, συμβιβασμούς» για ν αποφύγουν μια μάχη κατάφωρα ασύμφωρη.
(Λένιν, τ. 41, σελ. 53-62, «Ο αριστερισμός»).


Και ο αμερικανικός λαός χρησιμοποίησε προ πολλού και με όφελος για την επανάσταση την τακτική αυτή. Όταν διεξήγαγε το μεγάλο απελευθερωτικό του πόλεμο ενάντια στους άγγλους δυνάστες, απέναντί του ορθώνονταν επίσης και οι γάλλοι και οι ισπανοί δυνάστες, στους οποίους ανήκε ένα μέρος απ το τωρινό έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών της Βόρειας Αμερικής. Στο δύσκολο απελευθερωτικό του πόλεμο, ο αμερικανικός λαός έκλεισε επίσης «συμφωνίες» με μερικούς δυνάστες ενάντια στους άλλους, για την εξασθένιση των δυναστών και την ενίσχυση εκείνων που πάλευαν επαναστατικά ενάντια στην καταπίεση, για το συμφέρον των καταπιεζόμενων μαζών. Ο αμερικανικός λαός εκμεταλλεύτηκε τη διχόνοια που υπήρχε ανάμεσα στους γάλλους, ισπανούς και άγγλους, που και που μάλιστα, πολέμησε μαζί με τα στρατεύματα των γάλλων και ισπανών δυναστών, τους άγγλους δυνάστες, νίκησε στην αρχή τους άγγλους, και έπειτα απελευθερώθηκε (εν μέρει με εξαγορά) και από τους γάλλους και από τους ισπανούς.
(Λένιν, τ. 37, σελ. 56, «Γράμμα προς τους αμερικανούς εργάτες»).


Είναι σωστό ότι οι Χέντερσον , οι Κλάϊνς, οι Μακντόναλντ, οι Σνόουντεν είναι άνθρωποι αδιόρθωτα αντιδραστικοί. Από δω όμως δεν έπεται καθόλου ότι η υποστήριξή τους αποτελεί προδοσία της επανάστασης, αλλά ότι προς το συμφέρον της επανάστασης οι επαναστάτες της εργατικής τάξης πρέπει να παρέχουν σ αυτούς τους κυρίους ορισμένη κοινοβουλευτική υποστήριξη.
(Λένιν, τ. 41, σελ 65-66, «Αριστερισμός, παιδική αρρώστεια του κομμουνισμού»).

Από πού βγαίνει ότι «η μεγάλη, η νικηφόρα, η παγκόσμια» επανάσταση, μπορεί και πρέπει να εφαρμόζει μόνο επαναστατικές μεθόδους; Δεν βγαίνει από πουθενά. Και είναι απλούστατα και απόλυτα λαθεμένο.
Η ειρήνη του Μπρέστ ήταν ένα παράδειγμα δράσης που δεν ήταν καθόλου επαναστατική, αλλά δράση μεταρρυθμιστική ή και ακόμα χειρότερη από μεταρρυθμιστική, γιατί ήταν μια ενέργεια προς τα πίσω, ενώ οι μεταρρυθμιστικές ενέργειες κατά γενικό κανόνα τραβούν αργά, προσεκτικά, βαθμιαία προς τα μπρος και δεν πάνε προς τα πίσω.
(Λένιν, τ. 44, σελ. 223, 224, «Η σημασία του χρυσού»).


Η προλεταριακή ή σοσιαλιστική δουλειά της επανάστασής μας ανάγεται στα εξής τρία σημεία: 1. Επαναστατική έξοδος απ τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. 2. Δημιουργία του σοβιετικού καθεστώτος. 3. Οικοδόμηση των βάσεων της οικονομίας του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Στον τομέα αυτό δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί το κυριότερο, το πιο βασικό. Μια και το κυριότερο στη βάση του δεν έχει ολοκληρωθεί, σ αυτό πρέπει να στρέψουμε όλη την προσοχή μας. Η δυσκολία εδώ βρίσκεται στη μορφή του περάσματος. Πρέπει να ξέρεις να βρίσκεις σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή τον ιδιαίτερο εκείνο κρίκο της αλυσίδας απ όπου πρέπει να πιαστείς με όλες σου τις δυνάμεις για να κρατάς όλη την αλυσίδα και να προετοιμάσεις σταθερά το πέρασμα στον κατοπινό κρίκο. Στη δοσμένη στιγμή, τέτοιος κρίκος είναι το ζωντάνεμα του εσωτερικού εμπορίου, με τη σωστή ρύθμισή του από το κράτος. Το εμπόριο, να ο κρίκος στην ιστορική αλυσίδα των γεγονότων, στις μεταβατικές μορφές της σοσιαλιστικής μας οικοδόμησης. Αυτό φαίνεται παράξενο. Κομουνισμός και εμπόριο;! Είναι κάτι πια το πολύ ακατάληπτο, παράλογο, άσχετο. Αν όμως το σκεφτούμε από οικονομική άποψη, το ένα δεν απέχει από το άλλο περισσότερο απ όσο απέχει ο κομμουνισμός από τη μικρή αγροτική, την πατριαρχική γεωργία. Όταν θα νικήσουμε σε παγκόσμια κλίμακα, θα φτιάξουμε νομίζω από χρυσό δημόσια αποχωρητήρια στους δρόμους ορισμένων απ τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Για την ώρα όμως πρέπει να προσέχουμε το χρυσό της ΣΟΣΔΡ, να τον πουλάμε όσο το δυνατόν ακριβότερα, να αγοράζουμε μ αυτόν όσο το δυνατόν φθηνότερα τα εμπορεύματα. Όταν ζεις με λύκους, πρέπει να ουρλιάζεις σαν λύκος. Όσο για το ότι πρέπει να εξοντωθούν όλοι οι λύκοι, όπως ταιριάζει σε μια λογική ανθρώπινη κοινωνία, ας αρκεστούμε στη σοφή ρωσική παροιμία: να μην παινεύεσαι όταν πας στον πόλεμο, να παινεύεσαι όταν γυρνάς απ τον πόλεμο.
Το εμπόριο είναι η μόνη δυνατή οικονομική σύνδεση ανάμεσα στις δεκάδες εκατομμύρια μικρογεωργούς και τη μεγάλη βιομηχανία, εάν… εάν δίπλα σ αυτούς τους γεωργούς δεν υπάρχει μια υπέροχη μεγάλη εκμηχανισμένη βιομηχανία με ένα δίχτυ από ηλεκτρικούς αγωγούς, μια βιομηχανία ικανή να εφοδιάζει τους μικρογεωργούς με τα καλύτερα προϊόντα σε μεγαλύτερη ποσότητα, πιο γρήγορα και πιο φτηνά από πριν. Σε παγκόσμια κλίμακα αυτό το «εάν» έχει ήδη πραγματοποιηθεί, όμως μια χωριστή χώρα που δοκίμασε μονομιάς και άμεσα να πραγματοποιήσει, να κάνει πράξη, να οργανώσει πρακτικά τη νέα σύνδεση της βιομηχανίας με τη γεωργία, δεν μπόρεσε να εκτελέσει αυτό το καθήκον με «επίθεση κατά μέτωπο» και τώρα πρέπει να το εκτελέσει με μια σειρά αργές, βαθμιαίες, προσεκτικές «πολιορκητικές» ενέργειες. Η προλεταριακή κρατική εξουσία μπορεί να πάρει στα χέρια της το εμπόριο, να του δόσει κατεύθυνση, να το τοποθετήσει μέσα σε ορισμένα πλαίσια.
(Λένιν, τ. 44, σελ. 225-227, «Η σημασία του χρυσού»).


Πριν από τη νίκη του προλεταριάτου οι μεταρρυθμίσεις είναι δευτερεύον προϊόν της επαναστατικής ταξικής πάλης. Ύστερα απ τη νίκη, οι μεταρρυθμίσεις (εξακολουθώντας να είναι σε διεθνή κλίμακα το ίδιο «δευτερεύον προϊόν») αποτελούν για τη χώρα όπου κερδήθηκε η νίκη, εκτός απ αυτό και μια απαραίτητη και νόμιμη ανάπαυλα στις περιπτώσεις που ύστερα από μια υπερένταση των δυνάμεων στον ανώτατο βαθμό, είναι ολοφάνερο ότι οι δυνάμεις δεν επαρκούν για την επαναστατική πραγματοποίηση τούτου ή εκείνου του περάσματος. Η νίκη εξασφαλίζει ένα τέτοιο «απόθεμα δυνάμεων» που μας επιτρέπει να κρατηθούμε ακόμη και σε περίπτωση αναγκαστικής υποχώρησης, να κρατηθούμε και με την υλική και με την ηθική έννοια.
Υποχωρήσαμε προς τον κρατικό καπιταλισμό. Υποχωρήσαμε όμως με μέτρο. Τώρα υποχωρούμε προς τη ρύθμιση του εμπορίου απ το κράτος. Θα υποχωρήσουμε όμως με μέτρο.
(Λένιν, τ. 44, σελ. 228, 229, «Η σημασία του χρυσού»).


Στη γνωστή εργασία του Κάουτσκι Η κοινωνική επανάσταση» εξηγείται καθαρά ότι η μεταρρύθμιση διαφέρει απ την επανάσταση με το ότι η εξουσία παραμένει στα χέρια της τάξης των καταπιεστών, που καταπνίγουν την εξέγερση των καταπιεζόμενων με παραχωρήσεις αποδεκτές για τους καταπιεστές, χωρίς την κατάργηση της εξουσίας τους.
(Λένιν, τ. 15, σελ. 84, «Η πλατφόρμα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας»).


…μόνο με την υψηλή συνειδητότητα και τη γερή οργάνωση των μαζών, οι ενδεχόμενες παραχωρήσεις της απολυταρχίας μπορούν να μετατραπούν από μέσα εξαπάτησης και διαφθοράς, σε μέσα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης.
Εμείς δεν αρνούμαστε γενικά τη δυνατότητα ορισμένων μερικότερων παραχωρήσεων και δεν παίρνουμε όρκο ότι δεν θα τις εκμεταλλευτούμε.
Όμως το κόμμα της εργατικής τάξης, χωρίς να αρνείται να δεχτεί την «πληρωμή με δόσεις» (έκφραση του Ένγκελς), δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεχνά την άλλη πλευρά του ζητήματος, που είναι ιδιαίτερα σημαντική και που πολύ συχνά οι φιλελεύθεροι και οι οπορτουνιστές την παραβλέπουν, και συγεκριμένα: το ρόλο των «παραχωρήσεων» σαν μέσου εξαπάτησης και διαφθοράς.
(Λένιν, τ. 15, σελ. 89-90, «Η πλατφόρμα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας»).
           

Κάθε μεταρρύθμιση είναι τότε μόνο μεταρρύθμιση (κι όχι αντιδραστικό είτε συντηρητικό μέτρο), όταν σημαίνει ένα ορισμένο βήμα, ένα ορισμένο «σταθμό» προς το καλύτερο. Στην καπιταλιστική κοινωνία, όμως, κάθε μεταρρύθμιση έχει διπλό χαρακτήρα. Η μεταρρύθμιση είναι μια παραχώρηση που κάνουν οι ιθύνουσες τάξεις για να φρενάρουν, να εξασθενίσουν ή να σβήσουν την επαναστατική πάλη, για να διασπάσουν τη δύναμη και την ενεργητικότητα των επαναστατικών τάξεων, για να συσκοτίσουν τη συνείδησή τους κλπ.
Γι αυτό η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία, χωρίς να παραιτείται καθόλου απ τη χρησιμοποίηση των μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την ανάπτυξη της επαναστατικής ταξικής πάλης, σε καμιά περίπτωση δεν «υιοθετεί»                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τα μεσοβέζικα αστικομεταρρυθμιστικά συνθήματα.
Η σοσιαλδημοκρατία θεωρεί τις μεταρρυθμίσεις και χρησιμοποιεί τις μεταρρυθμίσεις, σαν δευτερεύον προϊόν της επαναστατικής ταξικής πάλης του προλεταριάτου.
«Υιοθετώντας τα πάντοτε μεσοβέζικα, πάντοτε κουτσουρεμένα, πάντοτε υποκριτικά συνθήματα του αστικού μεταρρυθμισμού, στην πραγματικότητα εμείς δεν δυναμώνουμε, αλλά μειώνουμε την πιθανότητα, τη δυνατότητα και την προσέγγιση της πραγματοποίησης της μεταρρύθμισης. Γιατί η πραγματική δύναμη που γεννά τις μεταρρυθμίσεις, είναι η δύναμη του επαναστατικού προλεταριάτου, η δύναμη της συνειδητότητάς του, της συνοχής του, της ακλόνητης αποφασιστικότητάς του στην πάλη. Αυτές τις ιδιότητες του μαζικού κινήματος, τις εξασθενούμε και τις παραλύουμε όταν ρίχνουμε μέσα στις μάζες αστικομεταρρυθμιστικά συνθήματα.
(Λένιν, τ. 15, σελ. 109-110, «Πως δεν πρέπει να γράφονται οι αποφάσεις»).


Το προλεταριάτο διαφέρει απ τις άλλες τάξεις που καταπιέζονται απ την αστική τάξη και βρίσκονται αντιμέτωπες σ αυτή ακριβώς γιατί, δεν στηρίζει τις ελπίδες του στη συγκράτηση της αστικής ανάπτυξης, στην άμβλυνση ή στο μετριασμό της ταξικής πάλης, αλλά απεναντίας, στην πλέρια και ελεύθερη ανάπτυξή της, στην επιτάχυνση της αστικής προόδου. Στην εξελισσόμενη κεφαλαιοκρατική κοινωνία δεν μπορούν να εξαλειφθούν τα υπολείμματα της δουλοπαροικίας που συγκρατούν την ανάπτυξή της, χωρίς να δυναμώσει και να στερεωθεί απ αυτό η αστική τάξη. Το να «συγχύζεται» κανείς απ αυτό, σημαίνει να επαναλαβαίνει το λάθος των σοσιαλιστών εκείνων που έλεγαν ότι δεν μας χρειάζεται πολιτική ελευθερία, γιατί αυτή θα δυναμώσει και θα στεριώσει την κυριαρχία της αστικής τάξης.
Εννοείται ότι το προλεταριάτο δεν υποστηρίζει όλα τα μέτρα που επιταχύνουν την αστική πρόοδο, αλλά μόνο εκείνα που επιδρούν άμεσα στο δυνάμωμα της ικανότητας της εργατικής τάξης να παλαίψει για την απελευθέρωσή της.
(Λένιν, τ. 6, σελ. 324, «Το αγροτικό πρόγραμμα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας»).

Εμείς αγωνιζόμαστε μόνο για τέτοια βελτίωση της θέσης των εργατών που ανεβάζει την ικανότητά τους να διεξάγουν ταξική πάλη, δηλ τέτοια βελτίωση που το ανέβασμα των όρων ζωής να μην συνοδεύεται από τη διαφθορά της πολιτικής συνείδησης, απ την κηδεμονία της αστυνομίας, απ την καθήλωση στον τόπο διαμονής, απ την υποδούλωση στον «ευεργέτη», απ την καταρράκωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κλπ.
(Λένιν, τ. 6, σελ. 369, «Γράμμα στη βόρεια ένωση του ΣΔΕΚΡ»).


Η έννοια της μεταρρύθμισης είναι αναμφισβήτητα αντίθετη προς την έννοια της επανάστασης. Η αντίθεση όμως αυτή δεν είναι απόλυτη, το όριο αυτό δεν είναι νεκρό, αλλά ζωντανό, κινητό όριο, που πρέπει να ξέρεις να το καθορίζεις σε κάθε χωριστή συγκεκριμένη περίπτωση.
(Λένιν, τ. 20, σελ. 172, «Απ αφορμή μια επέτειο»).

Η απόφαση αυτή (του 2ου συνεδρίου του κόμματος), αναγνωρίζοντας την ανάγκη να υποστηριχτεί η αστική δημοκρατία απ το προλεταριάτο, δεν πέφτει σε πολιτικάντικη αλληλοαναγνώριση, αλλά ανάγει το ζήτημα στην κοινότητα πάλης: «στο βαθμό που η αστική τάξη είναι επαναστατική ή μόνο αντιπολιτευτική στην πάλη της ενάντια στο τσαρισμό, στο βαθμό αυτό οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να την υποστηρίζουν».
Απεναντίας η απόφαση Σταροβέρ, δεν κάνει ταξική ανάλυση του φιλελευθερισμού και του δημοκρατισμού. Είναι γεμάτη καλές προθέσεις, επινοεί όρους συμφωνίας, όσο μπορεί πιο έξοχους και πιο ωραίους, δυστυχώς όμως όρους πλασματικούς, όρους στα λόγια: οι φιλελεύθεροι ή οι δημοκράτες πρέπει να δηλώσουν το και το, να μην προβάλλουν τις τάδε ή τάδε διεκδικήσεις, να κάνουν σύνθημά τους το και το. Λες και η ιστορία της αστικής δημοκρατίας δεν έχει κάνει παντού και ολούθε τους εργάτες προσεκτικούς σ ό,τι αφορά την πίστη σε δηλώσεις, διεκδικήσεις και συνθήματα! Λες και η ιστορία της αστικής δημοκρατίας δεν μας έχει δείξει εκατοντάδες παραδείγματα, που οι αστοί δημοκράτες έριχναν συνθήματα όχι μόνο για πλήρη ελευθερία, μα και για ισότητα, συνθήματα σοσιαλισμού, χωρίς μ αυτό να παύουν να είναι αστοί δημοκράτες και να συσκοτίζουν έτσι ακόμα περισσότερο τη συνείδηση του προλεταριάτου. Η διανοουμενίστικη πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας θέλει να καταπολεμήσει αυτή τη συσκότιση, προβάλλοντας στους αστούς δημοκράτες όρους για μη συσκότιση! Η προλεταριακή πτέρυγα παλαίβει αναλύοντας το ταξικό περιεχόμενο του δημοκρατισμού. Η διανοουμενίστικη πτέρυγα κυνηγάει όρους συμφωνιών μόνο στα λόγια. Η προλεταριακή απαιτεί έμπραχτη κοινότητα πάλης. Η διανοουμενίστικη σκαρώνει ένα μέτρο διάκρισης μιας καλής και αγαθής αστικής τάξης που αξίζει να κλείσεις μαζί της συμφωνία. Η προλεταριακή δεν περιμένει καμιά καλοσύνη απ την αστική τάξη, υποστηρίζει όμως κάθε αστική τάξη, έστω και τη χειρότερη, στο βαθμό που αυτή παλαίβει στην πράξη ενάντια στον τσαρισμό. Η διανοουμενίστικη ξεστρατίζει σε μια μπακάλικη άποψη: αν περάσετε με το μέρος των σοσιαλδημοκρατών κι όχι των σοσιαλιστών-επαναστατών, τότε δεχόμαστε να κλείσουμε συμφωνία ενάντια στον κοινό εχθρό, διαφορετικά όχι. Η προλεταριακή πτέρυγα ακολουθεί την άποψη της σκοπιμότητας: η υποστήριξή μας προς εσάς εξαρτάται αποκλειστικά απ το αν μπορούμε μ αυτό τον τρόπο να καταφέρουμε πιο έντεχνα, έστω και το παραμικρότερο χτύπημα στον εχθρό μας.
(Λένιν, τ. 9, σελ. 183, «Εργατική και αστική δημοκρατία»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου