Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Τάξεις και κόμματα Τάξεις


Τάξεις και κόμματα

Τάξεις


Όσο καιρό η συνολική κοινωνική εργασία αποδίδει μόνο ένα εισόδημα που μόλις ξεπερνάει αυτό που είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί ίσα-ίσα η ύπαρξη όλων, όσο καιρό λοιπόν η εργασία απαιτεί ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το χρόνο της μεγάλης πλειονότητας από τα μέλη της κοινωνίας, η κοινωνία χωρίζεται αναγκαστικά σε τάξεις.
Πλάϊ στη μεγάλη αυτή πλειοψηφία, που είναι αποκλειστικά απορροφημένη από την αγγαρεία της δουλιάς, διαμορφώνεται μια τάξη, ελεύθερη από την άμεση παραγωγική δουλειά, που φροντίζει για τις κοινές υποθέσεις της κοινωνίας: διεύθυνση της εργασίας, πολιτικές υποθέσεις, δικαιοσύνη, επιστήμη, καλές τέχνες κλπ.
Ο νόμος της κατανομής της εργασίας αποτελεί λοιπόν τη βάση για το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις.
Αυτό όμως, δεν εμποδίζει καθόλου να γίνει ο χωρισμός αυτός σε τάξεις με τη βοήθεια της βίας, της κλοπής, της κατεργαριάς και της απάτης και όταν μια φορά η κυρίαρχη τάξη βρεθεί από πάνω, δεν θα παραλείψει ποτέ να στερεώσει την κυριαρχία της σε βάρος της εργαζόμενης τάξης και να μετατρέψει την κοινωνική διεύθυνση σε εκμετάλλευση των μαζών.
(
Ένγκελς, Ουτοπικός και επιστημονικός σοσιαλισμός, σελ. 110)


Στο «Κεφάλαιο» έχω αναφερθεί μερικές φορές, στη μοίρα που έλαχε στους πληβείους της αρχαίας Ρώμης. Αρχικά ήταν ανεξάρτητοι αγρότες, που καλλιεργούσαν τη δική τους γη. Στην πορεία της ρωμαϊκής ιστορίας απογυμνώθηκαν. Η ίδια διαδικασία, που τους απομάκρυνε απ τα δικά τους μέσα παραγωγής και συντήρησης, δημιούργησε επίσης μεγάλη γαιοκτησία και μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο. Έτσι σε μια ορισμένη στιγμή, απ τη μια μεριά είχαμε ελεύθερους ανθρώπους απογυμνωμένους από κάθε τι άλλο, εκτός απ την εργατική τους δύναμη, και απ την άλλη είχαμε τους ιδιοκτήτες όλου αυτού του συσσωρευμένου πλούτου, έτοιμους να εκμεταλλευτούν τη δουλειά των πρώτων. Αλλά τι συνέβη; Οι προλετάριοι της Ρώμης δεν έγιναν μισθωτοί, αλλά απλώς ένας αργόσχολος όχλος, πιο άθλιος ακόμα και από τους άλλοτε «φτωχούς λευκούς» του Νότου των Ηνωμένων Πολιτειών. Δίπλα τους αναπτύχθηκε ένα σύστημα παραγωγής, που δεν ήταν καπιταλιστικό, αλλά βασιζόταν στη δουλεία. Έτσι βλέπουμε ότι γεγονότα εξαιρετικής ομοιότητας, που όμως συνέβησαν σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια, παρήγαγαν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Το κλειδί για την ερμηνεία αυτών των φαινομένων, μπορεί να βρεθεί αρκετά εύκολα, με τη μελέτη κάθε μιας απ αυτές τις εξελιχτικές διαδικασίες χωριστά, αλλά όμως ποτέ δεν θα μπορέσουμε να τις καταλάβουμε, εάν δεν στηριχτούμε πάνω σε μια ιστορικο-φιλοσοφική θεωρία που τα λέει όλα, και που η κύρια ιδιότητά της είναι πως γίνεται υπερ-ιστορική.
(Μάρξ, αδημοσίευτη απάντηση στα Γαλλικά στον Mikhailovsky, απ το  βιβλίο των Bottomore-Rubel «Ο Κάρξ Μάρξ σε θέματα κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας»).



Στο επίπεδο αφαίρεσης του 1ου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μάρξ εξετάζει την υλική παραγωγή και πιο συγκεκριμένα την παραγωγή που ενσωματώνεται σε προϊόντα που υπάρχουν και μετά την πράξη της παραγωγής τους, κάνοντας αφαίρεση απ τη σφαίρα κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, καθώς και απ τη σφαίρα του πολιτικού και πνευματικού εποικοδομήματος. Εξετάζοντας λοιπόν τις κοινωνικές τάξεις σ αυτό το επίπεδο αφαίρεσης του τρόπου παραγωγής, διακρίνουμε τους βιομήχανους καπιταλιστές, που είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, και τους βιομηχανικούς εργάτες, απ τους οποίους αποσπάται υπεραξία.
Στη συνέχεια, ανεβαίνοντας απ το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, έχουμε το επίπεδο αφαίρεσης του 2ου και του 3ου τόμου του Κεφαλαίου. Εδώ, εκτός απ την παραγωγή εμπορευμάτων, έχουμε και τα φαινόμενα που αφορούν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων (εμπόριο, τραπεζική πίστη κ.α.). Πρόκειται για το επίπεδο αφαίρεσης της οικονομικής βάσης, όπου έχουμε όχι μόνο βιομήχανους καπιταλιστές, αλλά και εμπόρους και τραπεζίτες στη μεριά της αστικής τάξης, και πέρα από τους βιομηχανικούς εργάτες, εμποροϋπάλληλους, τραπεζοϋπάλληλους κ.α. στη μεριά της εργατικής τάξης. Σ αυτό το επίπεδο, στην εργατική τάξη ανήκουν, όχι μόνο εκείνοι που παράγουν άμεσα υπεραξία, αλλά όλοι οι μισθωτοί που ανταλλάσσουν την εργασία τους με το κεφάλαιο, κι όχι με το εισόδημα, του εργοδότη τους. Οι μισθωτοί δηλ εκείνοι, απ τους οποίους αποσπάται υπερεργασία, και που προσδίδουν με την εργασία τους, κέρδος στο κεφάλαιο του εργοδότη τους.
Όπως δηλ η υπεραξία μετασχηματίζεται σ αυτό το επίπεδο σε βιομηχανικό κέρδος, εμπορικό κέρδος, τόκο κ.α., ανάλογα μετασχηματίζονται και οι δυο βασικές τάξεις, με τον τρόπο που προαναφέραμε. Εδώ ο ορισμός της παραγωγικής εργασίας δεν γίνεται μόνο με το κριτήριο του αν παράγονται εμπορεύματα, αλλά αν είναι παραγωγική για το κεφάλαιο εργασία, δηλ αν πρόκειται για εργασία που ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο, και η οποία αποδίδει εμπορικό κέρδος, τόκο κλπ στον έμπορο, τραπεζίτη κ.α.
Ανεβαίνοντας πιο πέρα απ το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, έχουμε το τρίτο επίπεδο αφαίρεσης, το επίπεδο του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Εδώ, εκτός απ την κυρίαρχη για τον καπιταλισμό σφαίρα της καπιταλιστικής παραγωγής, έχουμε και την ενταγμένη στον καπιταλιστικό σχηματισμό σφαίρα της μικρής παραγωγής, καθώς και τη σφαίρα του εποικοδομήματος. Τα κριτήρια για την ταξική ένταξη σ αυτό το επίπεδο, έχουν διατυπωθεί απ τον Λένιν, στον ορισμό του για τις τάξεις, που έχει δόσει στο έργο του «Η μεγάλη πρωτοβουλία» [Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας.
Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.
(Λένιν, Άπαντα, τ. 39, σελ. 15-16, «Η μεγάλη πρωτοβουλία»)].
Σ αυτό το επίπεδο, παίρνονται υπόψη στο σύνολό τους η σχέση με τα μέσα παραγωγής, ο ρόλος στην οργάνωση της εργασίας, καθώς και το ύψος και ο τρόπος απόκτησης του εισοδήματος. Με βάση αυτά τα κριτήρια, στην αστική τάξη εντάσσονται, πέρα απ τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, και οι ανώτεροι διευθυντές των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Το ίδιο ισχύει και για τα ανώτερα στελέχη της κρατικής πυραμίδας. Αντίστοιχα, τα κατώτερα τμήματα της πυραμίδας της αστικής κρατικής μηχανής, πλησιάζουν ή εντάσσονται στην εργατική τάξη.
Ανάμεσα σ αυτές τις βασικές τάξεις, έχουμε τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού. Αυτά τα διακρίνουμε στα νέα μισθωτά μεσαία στρώματα και στα παλιά μεσαία στρώματα, που είναι βασικά αυταπασχολούμενοι, βιοτέχνες, μικρέμποροι, αγρότες κλπ.
Το μονοπώλιο αποτελεί το παραπέρα επίπεδο ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αποτελεί εποικοδόμημα πάνω στη βάση του καπιταλισμού. Δεν καταργεί τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ξεπερνά όμως, μερικά χαρακτηριστικά και μορφές του προμονοπωλιακού καπιταλισμού. Αποτελεί την ουσία του σύγχρονου καπιταλισμού, εμφανίζεται σ όλες τις κοινωνικές σφαίρες, και χαρακτηρίζεται απ την πραγμάτωση του μονοπωλιακού υπερκέρδους.
Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε τη μονοπωλιακή αστική τάξη, όπου εντάσσονται οι ιδιοκτήτες μονοπωλιακών επιχειρήσεων, αλλά και οι διευθυντές-καθοδηγητές των επιχειρήσεων αυτών. Οι ιδιοκτήτες των μεγάλων ντόπιων μονοπωλίων (βιομηχανικών και τραπεζικών), οι εκπρόσωποι των ομάδων του ξένου κεφαλαίου που δρουν στη χώρα μας, και το διευθυντικό προσωπικό των επιχειρήσεών τους, αποτελούν την χρηματιστική ολιγαρχία.
Ιδιαίτερα όμως, στη φάση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, έχουμε συνύφανση των μονοπωλίων με το αστικό κράτος. Η συνύφανση αυτή εκφράζεται ταξικά με τη συνύφανση της χρηματιστικής ολιγαρχίας με τους διευθυντές των κρατικών μονοπωλιακών επιχειρήσεων και τους διευθυντές-καθοδηγητές του πυρήνα της αστικής κρατικής μηχανής. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται η κρατικομονοπωλιακή ολιγαρχία.
Ο Λένιν βλέπει την αντανάκλαση αυτής της νέας διάρθρωσης της αστικής τάξης, στη διάρθρωση της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών, τη δημιουργία δηλ της εργατικής αριστοκρατίας, που θεωρεί και βάση του οπορτουνισμού.
Μια σειρά από φτωχά παλιά μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, για να μπορέσουν να επιβιώσουν, παράλληλα με τη δουλειά τους, εργάζονται και σαν μισθωτοί εργάτες. Αυτοί αποτελούν τους μισοπρολετάριους της πόλης και του χωριού.
Τυπική υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο έχουμε όταν, ο ανεξάρτητος παραγωγός υποτάσσεται στο κεφάλαιο, κάνοντας τη δουλειά του με τον τρόπο που την έκανε και πριν.  Πραγματική υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο έχουμε στην περίπτωση που, η εργασία του πρώην ανεξάρτητου παραγωγού στον καπιταλιστή, συνδυάζεται με επαναστατικοποίηση των όρων παραγωγής του.
Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, το έργο της διεύθυνσης διαχωρίζεται απ την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα το κεφάλαιο του καπιταλιστή παύει να είναι λειτουργικό κεφάλαιο (επενδυμένο για παράδειγμα σε παραγωγικά μέσα), και μετατρέπεται σε πλασματικό κεφάλαιο, δηλ σε κεφάλαιο σαν ιδιοκτησία (τοποθετημένο σε μετοχές πχ). Ο ίδιος μετατρέπεται από επιχειρηματία διευθυντή (λειτουργικό καπιταλιστή), σε εισοδηματία (οικονομικό καπιταλιστή). Οι γαιοκτήμονες λοιπόν, αφομοιώνονται απ τους καπιταλιστές, στο βαθμό που και αυτοί οι τελευταίοι μετατρέπονται σε εισοδηματίες.
Αν στο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης του τρόπου παραγωγής, οι τάξεις καθορίζονται αποκλειστικά απ τη σχέση τους με τα μέσα παραγωγής, αντίθετα, στο συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση και άλλων δευτερευόντων κριτηρίων, στο σύνολό τους.
Η ταξική συνείδηση, καθορίζεται απ τη συγκεκριμένη ταξική θέση, απ την τάξη που ανήκει κάποιος στο συγκεκριμένο επίπεδο του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, και όχι απ την τάξη που σ αυτήν θα ανήκε κανείς θεωρητικά, στο επίπεδο αφαίρεσης του τρόπου παραγωγής, ή ακόμα και σε κάποιο ενδιάμεσο επίπεδο αφαίρεσης, λογουχάρη της οικονομικής βάσης.
(Περικλής Παπαδόπουλος, «Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας»).



Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας.
Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.
στις καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες, όπως στη Ρωσία, η πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει στο μισοπρολεταριάτο, δηλαδή αποτελείται από ανθρώπους που ένα μέρος του χρόνου ζουν μόνιμα σαν προλετάριοι και βγάζουν το ψωμί τους ως ένα βαθμό με τη μισθωτή δουλειά στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
(
Λένιν, Άπαντα, τ. 39, σελ. 15-16, «Η μεγάλη πρωτοβουλία»).


«…στην πραγματικότητα η αγροτιά δεν αποτελεί ξεχωριστή τάξη (αυταπάτη που μπορεί να εξηγηθεί ίσως μόνο με την αντανάκλαση της επίδρασης της εποχής της πτώσης της δουλοπαροικίας, τότε που η αγροτιά πρόβαλε πραγματικά σαν τάξη, όμως μόνο σαν τάξη της φεουδαρχικής κοινωνίας), γιατί μέσα στους κόλπους της συγκροτείται η αστική τάξη και η τάξη του προλεταριάτου…»
Η κοινωνικοποίηση της εργασίας απ την κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν συνίσταται καθόλου στο ότι οι άνθρωποι δουλεύουν σ ένα και το ίδιο κτίριο (αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος του προτσές), μα στο ότι η συγκέντρωση των κεφαλαίων συνοδεύεται από την ειδίκευση της κοινωνικής εργασίας, από την ελάττωση του αριθμού των κεφαλαιοκρατών σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και από την αύξηση του αριθμού των ειδικών κλάδων της βιομηχανίας- στο ότι πολλές τεμαχισμένες λειτουργίες της παραγωγής συγχωνεύονται σε μια ενιαία κοινωνική λειτουργία της παραγωγής.
Ο Μάρξ θεωρούσε πως το προοδευτικό, το επαναστατικό έργο του καπιταλισμού συνίσταται στο γεγονός ότι, κοινωνικοποιώντας την εργασία, ταυτόχρονα, με το μηχανισμό αυτού του ίδιου προτσές «διαπαιδαγωγεί, συνενώνει και οργανώνει την εργατική τάξη», τη διδάσκει να παλεύει, οργανώνει το «ξεσήκωμά» της, τη συνενώνει για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και την αφαίρεση των μέσων παραγωγής από τα χέρια των «λίγων σφετεριστών» για να τα μεταβιβάσει στα χέρια όλης της κοινωνίας.
Αυτή είναι η διατύπωση του Μάρξ. Ούτε καν αναφέρεται βέβαια, «ο αριθμός των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου»: μιλάει για τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και για την κοινωνικοποίηση της εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι τα κριτήρια αυτά δεν έχουν τίποτε το κοινό με τον «αριθμό των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου».
(…
ο κ. Νικ-ον) χαρακτηρίζει με ακρίβεια την κοινωνικοποίηση της εργασίας από τον καπιταλισμό, σημειώνοντας σωστά και τα δύο γνωρίσματα αυτής της κοινωνικοποίησης: 1. δουλιά για όλη την κοινωνία και 2. ένωση των διαφόρων δουλευτών για να παραχθεί το προϊόν της κοινής εργασίας.
Ωστόσο, αν είναι έτσι, τότε τι λόγος υπάρχει να κρίνει κανείς για την «αποστολή» του καπιταλισμού με βάση τον αριθμό των εργοστασιακών εργατών, τη στιγμή που η «αποστολή» αυτή εκπληρώνεται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την κοινωνικοποίηση της εργασίας γενικά και με τη δημιουργία γενικά του προλεταριάτου, απέναντι στο οποίο οι εργάτες της φάμπρικας και του εργοστασίου παίζουν το ρόλο μόνο πρωτοπόρων τμημάτων, εμπροσθοφυλακής. Είναι βέβαια αναμφισβήτητο ότι το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου εξαρτάται και από τον αριθμό αυτών των εργατών, κι απ τον βαθμό συγκέντρωσής τους, κι απ τον βαθμό ανάπτυξής τους κλπ, όλα αυτά, όμως, δεν δίνουν ούτε το παραμικρό δικαίωμα να ανάγει κανείς τον «ενωτικό ρόλο» του καπιταλισμού στον αριθμό των εργατών της φάμπρικας και του εργοστασίου. Αυτό σημαίνει ότι στενεύει στο έπακρο τις ιδέες του Μάρξ.
(
Λένιν, «Τι είναι οι «φίλοι του λαού»»).


Μικροαστική τάξη ή μια απ τις μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού;
"
Θα σημειώσουμε την εξαιρετικά σοβαρή από θεωρητική άποψη παρατήρηση του Κάουτσκι ότι οι μικρές εμπορικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις (σαν κι αυτές που αναφέραμε παραπάνω) στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία συχνά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απ τις μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού, οι μικροπαραγωγοί που καταστρέφονται και οι εργάτες που δεν βρίσκουν δουλειά μετατρέπονται (κάποτε προσωρινά) σε μικρέμπορους, γυρολόγους, υπενοικιαστές δωματίων και κρεβατιών (πρόκειται επίσης για «επιχειρήσεις» που καταχωρούνται απ τη στατιστική ισόβαθμα με τις κάθε λογής άλλες επιχειρήσεις!) κλπ. Ο υπερκορεσμός των επαγγελμάτων αυτών δε δείχνει διόλου τη ζωτικότητα της μικρής παραγωγής, αλλά την αύξηση της αθλιότητας στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία".
(
Λένιν, «Κριτική στο βιβλίο του Κάουτσκι ο Μπερνστάϊν κλπ», τ. 4, σελ 210).


Υποστήριξη της αγροτιάς.
«
Η εισαγωγική θέση για (υπό όρους) «υποστήριξη» της αγροτιάς, νομίζουμε ότι είναι απαραίτητη, γιατί το προλεταριάτο δεν μπορεί και δεν πρέπει γενικά, ν αναλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης των μικρονοικοκυρέων. Μπορεί απλώς να την υποστηρίζει στο βαθμό που η τάξη αυτή είναι επαναστατική».
(
Λένιν, «Σχέδιο προγράμματος του κόμματός μας», τ. 4, σελ 236). 


Διαφορά μικρονοικοκύρη και μισθωτού εργάτη.
Ο εργάτης δεν έχει κανένα μέσο παραγωγής και πουλά τον ίδιο τον εαυτό του, τα χέρια του, την εργατική του δύναμη. Ο αγρότης έχει μέσα παραγωγής, εργαλεία, ζώα, γη, δική του ή νοικιασμένη, και πουλάει τα προϊόντα του νοικοκυριού του, όντας μικρονοικοκύρης, μικροεπιχειρηματίας, μικροαστός.
Ο γεωργός μικρονοικοκύρης ανήκει στην ίδια τάξη με τον εργοστασιάρχη ή το βιοτέχνη μικρονοικοκύρη, με τον έμπορα μικρονοικοκύρη. Εδώ δεν πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε τάξεις, αλλά ανάμεσα σε επαγγέλματα. Ο μισθωτός εργάτης της γεωργίας, ανήκει στην ίδια τάξη με το μισθωτό εργάτη του εργοστασίου και του εμπορίου.
(Λένιν, «Οι τρουντοβίκοι και η εργατική δημοκρατία», τα 21, σελ 280).



(Λένιν, ταξική ανάλυση της Ρωσίας, τ. 3, σελ 525-530, Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).
Σήμερα διαθέτουμε τα συνοπτικά στοιχεία της γενικής απογραφής του 1897, τα σχετικά με τη στατιστική των ασχολιών όλου του πληθυσμού. Παραθέτουμε τα στοιχεία για όλη τη ρωσική αυτοκρατορία επεξεργασμένα από μας (σε εκατομμύρια):
Α)δημόσιοι υπάλληλοι και στρατός 2,2
Β) κλήρος και ελεύθερα επαγγέλματα 1,6
Γ) εισοδηματίες και συνταξιούχοι 2,2
Δ) άνθρωποι που έχουν στερηθεί την προσωπική ελευθερία, πόρνες, ακαθόριστοι, άγνωστοι 0,9
Σύνολο του μη παραγωγικού πληθυσμού 6,9
Ε) εμπόριο 5,0
Στ) συγκοινωνίες και επικοινωνίες 1,9
Ζ) ιδιωτικοί υπάλληλοι, υπηρέτες, μεροκαματιάρηδες 5,8
Σύνολο του μισοπαραγωγικού πληθυσμού 12,7
Η) αγροτική οικονομία 93,7
Θ) βιομηχανία 12,3
Σύνολο του παραγωγικού πληθυσμού 106,0
Σύνολο 125,6
Πριν από όλα έχει σημασία να ταξινομήσουμε τα στοιχεία που παραθέσαμε για την κατανομή όλου του πληθυσμου της Ρω­σίας σύμφωνα με τις ασχολίες του, για να δόσουμε μια εικόνα του καταμερισμού τής κοινωνικής εργασίας σαν βάσης όλης της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού στη Ρωσία. Από την άποψη αυτή όλος ο πληθυσμός της Ρωσίας πρέπει να χωριστεί σε τρεις μεγάλες υποδιαιρέσεις: Ι. Αγροτικός πληθυ­σμός. Π. Εμπορικοβιομηχανικός πληθυσμός. III. Μη παραγω­γικός πληθυσμός (σωστότερα, πληθυσμός που δεν παίρνει μέ­ρος στην οικονομική δραστηριότητα). Από τις εννιά ομάδες (α-θ), πού αναφέραμε, μονάχα μια ομάδα δεν μπορεί να υπαχθεί άμεσα και ολοκληρωτικά σε καμιά από τίς τρεις βασικές αυτές υποδιαιρέσεις. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την ομάδα ζ: Ιδιωτικοί υπάλληλοι, υπηρέτες, μεροκαματιάρηδες. Την ομάδα αυτή πρέπει να την κατανείμουμε κατά προσέγγιση ανάμεσα στον εμπορικοβιομηχανικό καί στον αγροτικό πληθυσμό. Στον πρώτο περιλάβαμε εκείνο τό τμήμα αυτής τής ομάδας, πού φέρεται ότι ζει στις πόλεις (2,5 εκατομμύρια) καί στο δεύτερο όσους ζουν στις επαρχίες (3,3 εκατομμύρια). Στην περίπτωση αυτή θά έχου­με τήν παρακάτω εικόνα τής κατανομής όλου του πληθυσμού τής Ρωσίας:
Αγροτικός πληθυσμός τής Ρωσίας 97,0    έκατομ.
Εμπορικοβιομηχανικός                      21,7       »
Μη παραγωγικός                    6,9       »
Σύνολο                                            125,6    έκατομ.
Από την εικόνα αυτή φαίνεται ξεκάθαρα, ότι από τη μια μεριά η εμπορευματική κυκλοφορία και συνεπώς η εμπορευματική παραγωγή στέκει στη Ρωσία πολύ γερά στα πόδια της. Η Ρωσία είναι κεφαλαιοκρατική χώρα. Από την άλλη μεριά, φαίνε­ται ότι η Ρωσία καθυστερεί ακόμα πολύ στην οικονομική της ανάπτυξη σε σύγκριση με τις άλλες κεφαλαιοκρατικές χώρες. Παρακάτω. Ύστερα από την ανάλυση πού κάναμε σέ τούτο το έργο, η στατιστική των ασχολιών όλου του πληθυσμού της Ρωσίας μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να καθορίσουμε κατά προσέγγιση σε ποιες βασικές κατηγορίες χωρίζεται  όλος ο πληθυσμός της Ρωσίας ως προς την ταξική του θέση, δηλαδή ως προς τη θέση του στο κοινωνικό καθεστώς της παραγωγής.
Η δυνατότητα ενός τέτοιου, φυσικά μόνο κατά προσέγγιση, καθορισμού, προσφέρεται, γιατί ξέρουμε το γενικό χωρισμό της αγροτιάς σε βασικές οικονομικές ομάδες. Όλη όμως τη μάζα του αγροτικού πληθυσμού της Ρωσίας μπορούμε απόλυτα να την πάρουμε για αγροτιά, μια και ο αριθμός των τσιφλικάδων στο γενικό σύνολο είναι εντελώς μηδαμινός. Άλλωστε μια μερίδα τσιφλικάδων υπολογίστηκαν σαν εισοδηματίες, δημόσιοι υπάλληλοι, ανώτεροι αξιωματούχοι κλπ. Στην αγροτική όμως μάζα των 97 εκατομμυρίων είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τρεις βασικές ομάδες: την κατώτερη ομάδα, τα προλεταριακά και τα μισοπρολεταριακά στρώματα του πληθυσμού, τη μεσαία ομάδα, τους πιο φτωχούς μικρονοικοκυραίους, και την ανώτερη ομάδα, τους εύπορους μικρονοικοκυραίους. Τα βασικά οικονομικά γνωρίσματα αυτών των ομάδων, σαν διαφορετικών ταξικών στοιχείων, τα αναλύσαμε λεπτομερειακά πιο πάνω. Η κατώτερη ομάδα είναι ο φτωχός πληθυσμός, που ζει κυρίως ή κατά το μισό, από την πούληση της εργατικής του δύναμης. Η μεσαία ομάδα είναι οι πιο φτωχοί μικρονοικοκυραίοι, γιατί ο μεσαίος αγρότης και στην καλύτερη ίσως χρονιά μόλις και μετά βίας τα βγάζει πέρα, η κύρια όμως πηγή απ την οποία ζει είναι εδώ το «αυτοτελές» (φυσικά το δήθεν αυτοτελές) μικρό νοικοκυριό. Τέλος η ανώτερη ομάδα είναι οι εύποροι μικρονοικοκυραίοι που εκμεταλλεύονται ένα λίγο-πολύ σημαντικό αριθμό εργατών γης και μεροκαματιάρηδων, με γεωργικό κλήρο και τους κάθε λογής μισθωτούς εργάτες γενικά.
Το κατά προσέγγιση ποσοστό αυτών των ομάδων στο σύνολο είναι: 50%, 30% και 20%. Πιο πάνω παίρναμε πάντοτε το ποσοστό του αριθμού των οικογενειών ή των νοικοκυριών. Τώρα θα πάρουμε το ποσοστό του πληθυσμού. Από την αλλαγή αυτή μεγαλώνει η κατώτερη και μικραίνει η ανώτερη ομάδα. Όμως είναι αναμφισβήτητο, ότι αυτή ακριβώς η αλλαγή έγινε στη Ρωσία την τελευταία δεκαετία, πράγμα που αποδείχνεται αναντίρητα από το γεγονός ότι η αγροτιά χάνει τα άλογά της και καταστρέφεται, ότι αυξάνει η αθλιότητα και η ανεργία στα χωριά κλπ.
Επομένως έχουμε περίπου 48,5 εκατομμύρια από τον αγροτικό πληθυσμό που είναι προλετάριοι και μισοπρολετάριοι, περίπου 29,1 εκατομμύρια που είναι φτωχοί μικρονοικοκυραίοι μαζί με τις οικογένειές τους και περί τα 19,4 εκατομμύρια του πληθυσμού ανήκουν στα εύπορα μικρονοικοκυριά.
Έπειτα γεννιέται το ερώτημα, πως πρέπει να κατανεμηθεί ο εμπορικοβιομηχανικός κι ο μη παραγωγικός πληθυσμός. Στον τελευταίο υπάρχουν στοιχεία που είναι καθαρά μεγαλοαστικά: όλοι οι εισοδηματίες («που ζουν από το εισόδημα του κεφαλαίου και της ακίνητης περιουσίας» είναι 0,9 εκατομμύρια), έπειτα μια μερίδα της αστικής διανόησης, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί και πολιτικοί κλπ. Συνολικά εδώ ανήκουν κάπου 1,5 εκατομμύρια. Στον άλλο πόλο ανάμεσα στον ίδιο μη παραγωγικό πληθυσμό, βρίσκονται οι κατώτεροι βαθμούχοι του στρατού, του στόλου, της χωροφυλακής, της αστυνομίας (περίπου 1,3 εκατομμύρια), οι υπηρέτες και οι πολυάριθμοι κατώτεροι υπάλληλοι (συναλικά κάπου ½ εκατομμύριο), σχεδόν ½ εκατομμύριο ζητιάνοι, αλήτες κλπ. Εδώ μπορούμε μόνο κατά προσέγγιση να κατανείμουμε τις ομάδες που πλησιάζουν περισσότερο στους βασικούς οικονομικούς τύπους: περίπου 2 εκατομμύρια στον προλεταριακό και μισοπρολεταριακό πληθυσμό (εν μέρει λούμπεν προλεταριάτο), περίπου 1,9 εκατομμύρια στους πιο φτωχούς μικρονοικοκυραίους, και 1,5 περίπου εκατομμύριο στους εύπορους μικρονοικοκυραίους, συμπεριλαβαίνοντας και το μεγαλύτερο μέρος των υπαλλήλων, των οργάνων της διοίκησης, της αστικής διανόησης κλπ.
Τέλος στον εμποροβιομηχανικό πληθυσμό πλειοψηφεί αναμφισβήτητα, το προλεταριάτο και υπάρχει το πιο βαθύ χάσμα ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην μεγαλοαστική τάξη. Η απογραφή όμως δεν δίνει κανένα στοιχείο για την κατανομή αυτού του πληθυσμού σε αφεντικά, σε μοναχικούς παραγωγούς, σε εργάτες κλπ. Δεν μας μένει παρά να πάρουμε για δείγμα τα παραπάνω στοιχεία για το βιομηχανικό πληθυσμό της Πετρούπολης, τον κατανεμημένο σύμφωνα με τη θέση του στην παραγωγή. Με βάση αυτά τα στοιχεία, μπορούν περίπου τα 7% να υπαχθούν στην κατηγορία της μεγαλοαστικής τάξης, τα 10% στην κατηγορία της μικροαστικής τάξης, τα 22% στους πιο φτωχούς μικροϊδιοκτήτες και τα 61% στο προλεταριάτο. Η μικρή παραγωγή στη βιομηχανία είναι φυσικά σ όλη τη Ρωσία περισσότερο βιώσιμη απ ότι στην Πετρούπολη, όμως στο μεταξύ, δεν κατατάσσουμε στην κατηγορία του μισοπρολεταριακού πληθυσμού τις μάζες των μοναχικών παραγωγών και των βιοτεχνών που δουλεύουν στο σπίτι για λογαριασμό των αφεντικών. Συνεπώς, γενικά, οι σχέσεις που πήραμε δεν θα διαφέρουν ίσως και πολύ απ την πραγματικότητα. Είχαμε λοιπόν τότε για τον εμποροβιομηχανικό πληθυσμό τα εξής αποτελέσματα: περίπου 1,5 εκατομμύριο μεγάλη αστική τάξη, περίπου 2 εκατομμύρια εύπορους, περίπου 4,8 εκατομμύρια μικροπαραγωγούς, που βρίσκονται σε ανέχεια και περίπου 13,2 εκατομμύρια προλεταριακά και μισοπρολεταριακά στρώματα του πληθυσμού.
Αν πάρουμε μαζί τον αγροτικό, τον εμπορικοβιομηχανικό και τον μη παραγωγικό πληθυσμό, θα έχουμε για όλο τον πληθυσμό της Ρωσίας, την παρακάτω περίπου κατανομή, ως προς την ταξική του θέση:
Μεγάλη αστική τάξη, τσιφλικάδες, ανώτεροι βαθμοφόροι και άλλοι περίπου 3 εκατομμύρια.
Εύποροι μικροϊδιοκτήτες 23,1 εκατομμύρια.
Φτωχοί μικροϊδιοκτήτες 35,8 εκατομμύρια.
Προλετάριοι και μισοπρολετάριοι 63,7 εκατομμύρια.
Σύνολο περίπου 125,6 εκατομμύρια.
Δεν αμφιβάλλουμε, ότι από την πλευρά των καντέτων οικονομολόγων και πολιτικών μας και αυτών που καντετοφέρνουν, θ ακουστούν φωνές αγανάκτησης ενάντια σε μια τέτοια «απλοϊκή» αντίληψη για την οικονομία της Ρωσίας. Γιατί είναι πολύ βολικό, και πολύ συμφερτικό, να συγκαλύπτεις μέσα σε μια λεπτομερειακή ανάλυση, το βάθος των οικονομικών αντιφάσεων, και ταυτόχρονα να παραπονιέσαι ότι είναι «χοντροκομμένη» η σοσιαλιστική άποψη πάνω στο σύνολο αυτών των αντιφάσεων. Φυσικά, μια τέτοια κριτική του συμπεράσματός μας στο οποίο καταλήξαμε, δεν έχει επιστημονική αξία.
Αν αρνούνταν κανείς ότι ανάμεσα στην αγροτική φτωχολογιά, που εξαρτάται απ τα «μεροκάματα», καθώς και στους βιοτέχνες κλπ υπάρχει μια τεράστια μάζα μισοπρολεταριακού πληθυσμού, θα σήμαινε ότι περιφρονεί όλα τα στοιχεία για την οικονομία της Ρωσίας. Αν δεχτούμε ότι ο προλεταριακός και μισοπρολεταριακός πληθυσμός μαζί αποτελούν τη μισή αγροτιά, τότε μάλλον μικραίνουμε, σε καμιά όμως περίπτωση δεν εξογκώνουμε αυτό τον αριθμό. Στον μη αγροτικό όμως πληθυσμό, το ποσοστό των προλεταριακών και μισοπρολεταριακών στρωμάτων, είναι αναμφισβήτητα, ακόμα πιο μεγάλο.
Έπειτα, αν θέλεις να έχεις μια ενιαία οικονομική εικόνα και να μην χαθείς στις λεπτομέρειες, πρέπει στους εύπορους μικρονοικοκυραίους, να περιλάβεις απαραίτητα μια σημαντική μερίδα από το διοικητικό προσωπικό του εμπορίου και της βιομηχανίας, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, την αστική διανόηση, τους δημόσιους υπαλλήλους κλπ.
Η στατιστική πρέπει ν απεικονίζει τις διαπιστωμένες από μια ολόπλευρη ανάλυση κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, κι όχι να μεταβάλλεται σε αυτοσκοπό, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στον τόπο μας. Όταν κρύβεις το μεγάλο αριθμό των μικροαστικών στρωμάτων που υπάρχουν στον πληθυσμό της Ρωσίας, είναι σαν να παραποιείς ανοιχτά την εικόνα της οικονομικής μας πραγματικότητας.


Μικροαστική τάξη ή μια απ τις μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού;
"
Θα σημειώσουμε την εξαιρετικά σοβαρή από θεωρητική άποψη παρατήρηση του Κάουτσκι ότι οι μικρές εμπορικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις (σαν κι αυτές που αναφέραμε παραπάνω) στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία συχνά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απ τις μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού, οι μικροπαραγωγοί που καταστρέφονται και οι εργάτες που δεν βρίσκουν δουλειά μετατρέπονται (κάποτε προσωρινά) σε μικρέμπορους, γυρολόγους, υπενοικιαστές δωματίων και κρεβατιών (πρόκειται επίσης για «επιχειρήσεις» που καταχωρούνται απ τη στατιστική ισόβαθμα με τις κάθε λογής άλλες επιχειρήσεις!) κλπ. Ο υπερκορεσμός των επαγγελμάτων αυτών δε δείχνει διόλου τη ζωτικότητα της μικρής παραγωγής, αλλά την αύξηση της αθλιότητας στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία".
(
Λένιν, «Κριτική στο βιβλίο του Κάουτσκι ο Μπερνστάϊν κλπ», τ. 4, σελ 210).



Υποστήριξη της αγροτιάς.
«
Η εισαγωγική θέση για (υπό όρους) «υποστήριξη» της αγροτιάς, νομίζουμε ότι είναι απαραίτητη, γιατί το προλεταριάτο δεν μπορεί και δεν πρέπει γενικά, ν αναλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης των μικρονοικοκυρέων. Μπορεί απλώς να την υποστηρίζει στο βαθμό που η τάξη αυτή είναι επαναστατική».
(
Λένιν, «Σχέδιο προγράμματος του κόμματός μας», τ. 4, σελ 236). 


Στη σημερινή Ρωσία υπάρχουν δυο αστικές τάξεις.
Η μια αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο στρώμα από ώριμους και υπερώριμους καπιταλιστές, που σαν οχτωβριστές και σαν καντέτοι, ασχολούνται στην πράξη με το πώς θα μοιραστούν με τους Πουρισκέβιτς τη σημερινή πολιτική εξουσία, τα τωρινά πολιτικά προνόμια.
Η άλλη αστική τάξη, αποτελεί ένα πολύ πλατύ στρώμα από τελείως ανώριμους, που τείνουν όμως δραστήρια να ωριμάσουν, μικρούς και εν μέρει μεσαίους νοικοκυραίους, κυρίως αγρότες, που στην πράξη είναι υποχρεωμένοι να λύσουν, όχι το ζήτημα των προνομίων στη σημερινή περίοδο της ιστορίας της Ρωσίας, αλλά το ζήτημα να μην πεθάνουν απ την πείνα εξαιτίας των Πουρισκέβιτς.
Και αυτό είναι ακριβώς ένα ζήτημα που αφορά τα ίδια τα θεμέλια; Της εξουσίας των Πουρισκέβιτς γενικά, τις πηγές κάθε εξουσίας των Πουρισκέβιτς. Όλη η ιστορία της πολιτικής απελευθέρωσης της Ρωσίας, είναι ιστορία της πάλης αυτών των δύο αστικών τάσεων.
Η πάλη αυτή δεν αφήνει καθόλου αδιάφορο το μισθωτό εργάτη. Αντίθετα, αν είναι συνειδητός, τότε παίρνει μέρος σ αυτή με τον πιο δραστήριο τρόπο, προσπαθώντας να πάρει αυτός τον αγρότη με το μέρος του, και όχι ο φιλελεύθερος.
(Λένιν, «Φιλελευθερισμός και δημοκρατία», τ. 21, σελ 252). 





(Μάο Τσε Τουνγκ, Ανάλυση των τάξεων της κινέζικης κοινωνίας).
Ποιοι είναι οι εχθροί μας; Ποιοι είναι οι φίλοι μας; Αυτό το ζήτημα είναι ένα ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για την επανάσταση. Στην Κίνα, όλοι οι επαναστατικοί αγώνες του παρελθόντος κατέληξαν σε ασήμαντα αποτελέσματα, γιατί οι επαναστάτες δεν μπόρεσαν βασικά να συσπειρώσουν γύρω τους τους πραγματικούς τους φίλους και να χτυπήσουν τους πραγματικούς τους εχθρούς. Το επαναστατικό κόμμα είναι ο καθοδηγητής των μαζών και δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση που να μη νικήθηκε η επανάσταση όταν το επαναστατικό κόμμα την οδήγησε σένα δρόμο που δεν ήταν σωστός. Για να είμαστε σίγουροι πως θα μπάσουμε την επανάσταση στο σωστό δρόμο και πως θα την οδηγήσουμε αναπόφευκτα στη νίκη, οφείλουμε να συσπειρώσουμε γύρω μας τους πραγματικούς μας φίλους και να καταφέρουμε χτυπήματα στους πραγματικούς μας εχθρούς. Και για να ξεχωρίσουμε τους πραγματικούς μας φίλους από τους πραγματικούς μας εχθρούς, οφείλουμε να κάνουμε μια γενική ανάλυση της οικονομικής κατάστασης των διαφόρων τάξεων της κινέζικης κοινωνίας και της στάσης τους απέναντι στην επανάσταση.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των διαφόρων τάξεων της κινέζικης κοινωνίας;

Η τάξη των γαιοκτημόνων και η κομπραδόρικη(1) αστική τάξη.
Στην οικονομικά καθυστερημένη και μισοαποικιακή Κίνα οι γαιοκτήμονες και οι κομπραδόροι είναι ολοκληρωτικά υποτελείς στη διεθνή αστική τάξη, η ύπαρξη και η ανάπτυξή τους εξαρτάται από τον ιμπεριαλισμό. Οι τάξεις αυτές εκπροσωπούν τις πιο καθυστερημένες και τις πιο αντιδραστικές παραγωγικές σχέσεις και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην Κίνα. Η ύπαρξή τους είναι ασυμβίβαστη με τους σκοπούς της κινέζικης επανάστασης. Αυτό ισχύει περισσότερο ειδικά για τους μεγαλογαιοκτήμονες, που είναι πάντοτε στο πλευρό του ιμπεριαλισμού και αποτελούν την άκρα αντεπαναστατική δύναμη. Εκπροσωπούνται πολιτικά από το Κρατικό Κόμμα (2) και από τη δεξιά πτέρυγα του Κουόμιτανγκ.

Η μεσαία αστική τάξη: Η τάξη αυτή εκπροσωπεί στην Κίνα τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις στην πόλη και στην ύπαιθρο. Η μεσαία τάξη, με την οποία εννοούμε κυρίως την εθνική αστική τάξη (3), είναι αντιφατική στη στάση της απέναντι στην κινέζικη επανάσταση: όταν υποφέρει από τα χτυπήματα του ξένου κεφάλαιου και από την καταπίεση των μιλιταριστών αισθάνεται την ανάγκη της επανάστασης και ευνοεί το επαναστατικό κίνημα εναντίον του ιμπεριαλισμού και των μιλιταριστών. Αλλά όταν το προλεταριάτο συμμετέχει με μαχητικό τρόπο στην επανάσταση και από τη στιγμή που παίρνει ενεργητική υποστήριξη από το διεθνές προλεταριάτο και όταν αρχίζει να νιώθει πως η πραγματοποίηση του πιο αγαπημένου της πόθου, της ανύψωσής της στο επίπεδο της μεγαλοαστικής τάξης, κινδυνεύει, αρχίζει να την κυριεύει ο σκεπτικισμός σχετικά με την επανάσταση. Πολιτικά, αποβλέπει στην εγκαθίδρυση ενός κράτους, που σαυτό να κυριαρχεί μια μόνο τάξη, η εθνική αστική τάξη. Ένας αυτοαποκαλούμενος «αληθινός μαχητής» του Τάϊ Τσιτάο (4) δήλωσε στην εφημερίδα «Τσεν Πάο» (5) του Πεκίνου: «Θα σηκώσουμε το αριστερό χέρι για να συντρίψουμε τον ιμπεριαλισμό και το δεξί χέρι για να συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα». Η δήλωση αυτή εκφράζει την αντιφατικότητα και την ταλάντευση αυτής της τάξης. Η τάξη αυτή αντιτάσσεται στην ερμηνεία της Αρχής του Λαού του Κουόμιτανγκτης αρχής της εθνικής ευημερίας- σύμφωνα με τη θεωρία της ταξικής πάλης, εναντίον της πραγματοποίησης από μέρος του Κουόμιτανγκ της πολιτικής της συνεργασίας με τη Ρωσία και εναντίον της εισδοχής των κομμουνιστών (6) και των αριστερών στοιχείων στο Κουόμιτανγκ. Αλλά ο σκοπός της εγκαθίδρυσης ενός κράτους που θα κυριαρχούσε αυτή είναι ανεδαφικός, γιατί η παρούσα διεθνής κατάσταση κυριαρχείται από τη σύγκρουση δυό ισχυρών δυνάμεων, της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Οι δύο γιγάντιες αυτές δυνάμεις έχουν υψώσει δυό σημαίες: Τη μία, την κόκκινη σημαία της επανάστασης, την ύψωσε τη Τρίτη Διεθνής, που καλεί τις καταπιεζόμενες τάξεις του κόσμου να συγκεντρωθούν γύρω από αυτήν. Η άλλη, η λευκή σημαία της αντεπανάστασης, υψώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών, που καλεί όλα τα αντεπαναστατικά στοιχεία του κόσμου να συγκεντρωθούν γύρω από το σύμβολό της. Οι ενδιάμεσες δυνάμεις πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσουν αναπόφευκτα τη διάσπαση: Άλλες θα τραβήξουν προς τα αριστερά, στην επανάσταση, κι άλλες προς τα δεξιά στην αντεπανάσταση. Θα αποκλεισθεί γιαυτές η δυνατότητα της τήρησης μιας «ανεξάρτητης» στάσης. Να γιατί η ιδέα της κινέζικης αστικής τάξης που ονειρεύεται μια «ανεξάρτητη» επανάσταση, όπου αυτή θα διαδραμάτιζε τον ηγετικό ρόλο, είναι καθαρή αυταπάτη.

Η μικροαστική τάξη: Στη μικροαστική τάξη ανήκουν οι παρακάτω κατηγορίες: Αγρότεςιδιοκτήτες (7), ιδιοκτήτες των βιοτεχνικών επιχειρήσεων, μικροί διανοούμενοισπουδαστές, το διδακτικό προσωπικό της κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης, οι κατώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, οι μικροί δικηγόροι, οι μικροέμποροι. Και από την άποψη του αριθμού της και απτην άποψη της ταξικής της φύσης, η μικροαστική τάξη πρέπει να προσεχθεί σοβαρά. Οι αγρότεςιδιοκτήτες όπως και οι ιδιοκτήτες βιοτεχνικών επιχειρήσεων ανήκουν στην κατώτερη παραγωγική βαθμίδα. Αν και τα διάφορα στρώματα της τάξης αυτής βρίσκονται στο ίδιο μικροαστικό οικονομικό επίπεδο, εν τούτοις μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις διαφορετικές ομάδες.
Η πρώτη ομάδα αποτελείται από εκείνους που έχουν ένα οικονομικό επίπεδο που τους εξασφαλίζει μια κάποια άνεση. Δηλαδή ικανοποιούν τις προσωπικές τους ανάγκες και τους μένει κάποιο πλεόνασμα από το εισόδημα της χειρωνακτικής ή πνευματικής εργασίας τους. Αυτοί οι άνθρωποι κυριαρχούνται από την επιθυμία του πλουτισμού και υποκλίνονται με μεγάλη ευλάβεια μπροστά στον «εκλαμπρότατο» Τσάο (8). Χωρίς να ονειρεύονται τον πολύ μεγάλο πλούτο, ποθούν ωστόσο να ανέβουν στο επίπεδο της μεσαίας αστικής τάξης. Συχνά τρέχουν τα σάλα τους από τη ζήλια, βλέποντας τους πλούσιους ανθρώπους που έχουν δικαιώματα σε αξιώματα και τιμές. Είναι δειλοί, φοβούνται την κυβερνητική εξουσία αλλά τους εμπνέει το φόβο και η επανάσταση. Επειδή η οικονομική τους κατάσταση πλησιάζει σε εκείνη της μεσαίας αστικής τάξης, επηρεάζονται από την προπαγάνδα της και υιοθετούν μια σκεπτικιστική στάση απέναντι στην επανάσταση. Η ομάδα αυτή εκπροσωπεί μια μικρή μειοψηφία της μικροαστικής τάξης και αποτελεί τη δεξιά της πτέρυγα.
Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που η οικονομική τους κατάσταση τους επιτρέπει να ικανοποιούν τις βασικές τους ανάγκες. Οι άνθρωποι αυτοί διαφέρουν σημαντικά από τους ανθρώπους της πρώτης ομάδας παρά το γεγονός ότι κι αυτοί ονειρεύονται να πλουτίσουνπράγμα που ο «εκλαμπρότατος» Τσάο δεν τους το επιτρέπει καθόλου- γιατί η καταπίεση και η εκμετάλλευση από τους ιμπεριαλιστές, τους μιλιταριστές, τους γαιοκτήμονες και τη μεγάλη κομπραδόρικη αστική τάξη, τους αναγκάζει να αντιληφθούν πως τα πράγματα άλλαξαν στον κόσμο. Βλέπουν πως κι αν δουλεύουν όπως δούλευαν και πριν, κινδυνεύουν να μη μπορούν να εξασφαλίσουν τις βασικές ανάγκες της ζωής. Για να μπορέσουν να διατηρήσουν το σημερινό επίπεδο της ζωής τους παρατείνουν την εργάσιμη ημέρα τους, σκοτώνονται στη δουλειά από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο και διπλασιάζουν τις προσπάθειές τους. Και αρχίζουν να ξεσπάνε σε βρισιές, αποκαλούν τους ξένους, «ξένους διάβολους», τους μιλιταριστές «εκβιαστές» και τους τοπικούς τυράννους και τους σενσί «γδάρτες». Αμφιβάλουν για τις επιτυχίες του κινήματος εναντίον των ιμπεριαλιστών και των μιλιταριστών (ο λόγος είναι γιατί οι ξένοι και οι μιλιταριστές έχουν την κρατική εξουσία πίσω τους) και επειδή δεν τολμούν να ριψοκινδυνεύσουν και να συμμετάσχουν στο κίνημα αυτό, υιοθετούν μια ουδέτερη στάση, αλλά δεν αντιτάσσονται στην επανάσταση. Αυτή η ομάδα είναι πάρα πολύ μεγάλη, περιλαμβάνει περίπου τη μισή μικροαστική τάξη.
Η τρίτη ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που οι συνθήκες της ζωής τους χειροτερεύουν από μέρα σε μέρα. Πολλοί απαυτούς στο παρελθόν είχαν μια ορισμένη εξασφάλιση στη ζωή τους, αποτελούσαν τις αποκαλούμενες καλοστεκούμενες οικογένειες, μα σιγά-σιγά, κάθε μέρα και περισσότερο, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες της ζωής, η κατάστασή τους χειροτερεύει συνεχώς. Στο τέλος κάθε χρόνου, όταν κάνουν τους λογαριασμούς τους, βάζουν τρομαγμένοι τις φωνές: «Ελλείμματα! Κι άλλα ελλείμματα
Και επειδή άλλοτε ζούσαν πολύ καλά, βλέποντας την κατάστασή τους να χειροτερεύει χρόνο το χρόνο, να φουσκώνουν τα χρέη τους και τελευταία μάλιστα να ζουν μια άθλια ζωή που δεν προμηνύει τίποτα το καλύτερο για το μέλλον, «αναστατώνονται». Υποφέρουν πολύ περισσότερο ηθικά, όσο διατηρούν πολύ ζωντανή την ανάμνηση των καλύτερων ημερών που ήταν πολύ διαφορετικές από τους σημερινούς καιρούς. Πολλοί απαυτούς συμμετέχουν στο επαναστατικό κίνημα, και συνιστούν ένα σημαντικό παράγοντα όταν λάβουμε υπόψη μας ότι είναι πάρα πολλοί. Αποτελούν την αριστερά πτέρυγα της μικροαστικής τάξης.
Σε καιρό ειρήνης, η στάση των τριών αυτών ομάδων που αναφέραμε απέναντι στην επανάσταση είναι διαφορετική. Αλλά σε καιρό πολέμου, στην περίοδο μάλιστα της επαναστατικής ανάπτυξης που αρχίζει να φαίνεται η νίκη στον ορίζοντα, όχι μόνο η αριστερή πτέρυγα της μικροαστικής τάξης, αλλά και η πτέρυγα που κρατάει μια ενδιάμεση, συμμετέχουν στην επανάστασηακόμα και η δεξιά πτέρυγα παρασυρμένη από τη μεγάλη επαναστατική ορμή του προλεταριάτου και της αριστερής πτέρυγας της μικροαστικής τάξης δεν μπορεί να αποφύγει να ταχθεί με το μέρος της επανάστασης. Η πείρα του κινήματος της 30 Μάη του 1925 (9) και του αγροτικού κινήματος στις διάφορες περιοχές μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε την ορθότητα αυτής της θέσης.
Το μισοπολεταριάτο: Αυτό που ονομάζουμε μισοπρολεταριάτο αποτελείται από πέντε κατηγορίες: 1) Τη συντριπτική πλειοψηφία των μισοενοικιαστών αγροτών (10). 2) Τους φτωχούς αγρότες. 3) Τους μικροβιοτέχνες. 4) Τους εμποροϋπάλληλους (11) και 5) Τους πλανόδιους μικροέμπορους. Η συντριπτική πλειοψηφία των ενοικιαστών αγροτών μαζί και οι φτωχοί αγρότες αποτελούν μια τεράστια μάζα στην ύπαιθρο. Αυτό που ονομάζουμε «αγροτικό πρόβλημα» είναι ουσιαστικά το πρόβλημα που σχετίζεται μαυτούς. Η οικονομική δραστηριότητα των αγροτών μισοενοικιαστών, των φτωχών αγροτών και των μικροβιοτεχνών χαρακτηρίζεται από μια πιο περιορισμένη παραγωγή σε σχέση με εκείνους του κατώτερου τμήματος της μικροαστικής τάξης. Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των μισοενοικιαστών αγροτών καθώς και των φτωχών αγροτών ανήκει στο μισοπρολεταριάτο, εντούτοις από άποψη οικονομικών όρων μπορούν να διαιρεθούν πιο πέρα σε τρεις βαθμίδεςστην ανώτερη, μέση και κατώτερη.
Η ζωή των μισοενοικιαστών αγροτών είναι σκληρότερη από τη ζωή των ιδιοκτητώναγροτών γιατί η παραγωγή τους δεν τους φτάνει συνήθως για να περάσουν πάνω από έξι μήνες και για να συμπληρώσουν τα μέσα που χρειάζονται για τη ζωή τους, αναγκάζονται να μισθώνουν ξένα χωράφια ή να πουλάνε για ένα διάστημα την εργατική τους δύναμη, ή ακόμα να κάνούν μικροεμπόριο. Μεταξύ της άνοιξης και του καλοκαιριού όταν η σοδειά της χρονιάς που πέρασε πλησιάζει να τελειώσει και η ερχόμενη σοδειά είναι ακόμα χορτάρι, είναι αναγκασμένοι να δανείζονται λεφτά με τοκογλυφικό τόκο και να αγοράζουν τρόφιμα σε πολύ υψηλή τιμή. Το τμήμα λοιπόν αυτό της αγροτιάς είναι φυσικό να ζει μια ζωή πιο σκληρή από τη ζωή των ιδιοκτητών αγροτών, που δεν εξαρτώνται από κανέναν, όμως οι αγρότες αυτοί με τον ανεπαρκή κλήρο, έχουν πιο εξασφαλισμένη τη ζωή σε σύγκριση με τους φτωχούς αγρότες. Οι τελευταίοι στερούνται καθολοκληρίαν γης και αναγκάζονται να καλλιεργούν τα χωράφια των άλλων, παίρνοντας στην καλύτερη περίπτωση για τη δουλειά τους τη μισή εσοδεία, και συχνά πιο λιγότερο από τη μισή. Τη μισή εσοδεία βέβαια παίρνουν και οι ιδιοκτήτεςαγρότες από την εσοδεία των χωραφιών που μισθώνουν, έχουν όμως και ολόκληρη την εσοδεία από τη δική τους γη. Να γιατί οι μισοενοικιαστές αγρότες έχουν περισσότερη επαναστατικότητα από τους αγρότεςιδιοκτήτες και λιγότερη από τη φτωχή αγροτιά.
Οι φτωχοί αγρότες είναι μισθωτοί αγρότες στην ύπαιθρο, που τους εκμεταλλεύονται οι γαιοκτήμονες. Σύμφωνα με την οικονομική τους κατάσταση μπορούμε να τους χωρίσουμε σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα των φτωχών αγροτών διαθέτει ορισμένο αγροτικό εξοπλισμό και ορισμένα οικονομικά μέσα. Πολλοί αγρότες μπορούν να παίρνουν από την παραγωγή ένα μέρος που φτάνει συχνά το μισό απαυτό που παρήγαγαν απτη δουλειά τους. Αυτό που τους λείπει το συμπληρώνουν είτε με υποβοηθιτικές καλλιέργειες, είτε ψαρεύοντας είτε τρέφοντας γουρούνια και πουλερικά, είτε πουλώντας την εργατική τους δύναμη. Έτσι καταφέρνουν να εξασφαλίσουν τη ζωή τους. Οι δύσκολες υλικές συνθήκες τους κάνουν να απασχολούνται μόνο με ένα πράγμα: πως θα φτάσουν ως την ερχόμενη εσοδεία. Η ζωή τους είναι σκληρότερη από τη ζωή των αγροτώνενοικιαστών, είναι όμως πιο εύκολη από τη ζωή των φτωχών αγροτών του δεύτερου τμήματος. Έχουν μεγαλύτερη επαναστατικότητα από τους αγρότες του πρώτου τμήματος, αλλά λιγότερη από τους φτωχούς αγρότες του δεύτερου τμήματος. Οι τελευταίοι αυτοί δεν έχουν ούτε αγροτικό εξοπλισμό, ούτε οικονομικά μέσα. Δεν έχουν λιπάσματα και η εσοδεία τους είναι ελάχιστη. Μόλις πληρώσουν το νοίκι τους δεν τους μένει σχεδόν τίποτα. Γιαυτό αναγκάζονται να πουλάνε την εργατική τους δύναμη. Στα χρόνια του λιμού, στις δύσκολες εποχές ζητάνε από συγγενείς και φίλους, λίγες λίτρες καρπό, με την υποχρέωση να τους τις ξαναδώσουν, για να ζήσουν ακόμα και έστω τέσσεριςπέντε μέρες. Τα χρέη τους μεγαλώνουν και γίνονται αβάσταχτο βάρος. Η κατηγορία αυτών των φτωχών αγροτών αντιπροσωπεύει το πιο εξαθλιωμένο τμήμα της αγροτιάς, και είναι πολύ πρόσφορο για την επαναστατική προπαγάνδα.
Στο μισοπρολεταριάτο ανήκουν και οι μικροβιοτέχνες γιατί αν και διαθέτουν πρωτόγονα μέσα παραγωγής και θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες, αναγκάζονται να πουλάνε την εργατική τους δύναμη και επομένως η οικονομική τους κατάσταση έχει αισθητές αναλογίες με την οικονομική κατάσταση των φτωχών αγροτών. Τα βαριά οικογενειακά έξοδα, η διαφορά ανάμεσα στο εισόδημα και στο χαμηλό βιοτικό επίπεδο, οι συνεχείς στερήσεις, ο φόβος να μη μείνουν χωρίς δουλειά, όλα αυτά τους εξομοιώνουν με τους φτωχούς αγρότες.
Οι εμποροϋπάλληλοι είναι οι μισθωτοί εργάτες των εμπορικών επιχειρήσεων. Έχουν να ζήσουν την οικογένειά τους με ένα μέτριο μισθό. Ενώ οι τιμές των ειδών ανεβαίνουν από χρόνο σε χρόνο, αυξήσεις μισθών γίνονται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια. Επομένως η κατάστασή τους γίνεται όλο και πιο απελπιστική. Η κατάστασή τους δεν διαφέρει από κείνη των φτωχών αγροτών και των μικροβιοτεχνών και προσφέρονται στην επαναστατική προπαγάνδα.
Οι πλανόδιοι μικροέμποροι, πουλάνε τα εμπορεύματά τους γυρίζοντας πότε εδώ και πότε εκεί, ακόμα και με το καλάθι στο χέρι. Έχουν ένα ασήμαντο κεφάλαιο και τα ελάχιστα που κερδίζουν δεν τους φτάνουν για να ζήσουν. Φαίνεται καθαρά πως βρίσκονται στην ίδια οικονομική κατάσταση με τους φτωχούς αγρότες και είναι ευνοϊκά διατεθειμένοι απέναντι στην επανάσταση, που θα αλλάξει τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων.
Το προλεταριάτο: Το βιομηχανικό προλεταριάτο στην Κίνα αριθμεί δυο εκατομμύρια άτομα. Ο περιορισμένος αριθμός του οφείλεται στην οικονομική καθυστέρηση της χώρας. Η συντριπτική πλειοψηφία των δυο εκατομμυρίων εργατών απασχολείται σε πέντε τομείς. Στους σιδηροδρόμους, στα ορυχεία, στις θαλάσσιες μεταφορές, στην υφαντουργική βιομηχανία και στα ναυπηγείαένα μεγάλο μέρος βρίσκεται κάτω από τον ζυγό των διευθυντών των επιχειρήσεων του ξένου κεφαλαίου. Παρά το γεγονός ότι το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι ολιγάριθμο, εντούτοις εκπροσωπεί στην Κίνα τις νέες παραγωγικές δυνάμεις και αποτελεί την πιο προοδευτική τάξη της κινέζικης κοινωνίας. Είναι η καθοδηγητική δύναμη του επαναστατικού κινήματος.
Αν μελετήσουμε το ισχυρό απεργιακό κίνημα που εκδηλώθηκε στα τελευταία τέσσερα χρόνια, όπως την απεργία των ναυτεργατών(12), των σιδηροδρομικών (13), των ανθρακωρύχων του Καϊλάν και του Τσιάο Τσο (14), την απεργία του Σαμίν (15) και τις γενικές απεργίες της Σαγκάης και του Χονγκ Κονγκ ύστερα από τα γεγονότα της 30 Μάη 1925 (16), θα μπορέσουμε να πειστούμε για το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το βιομηχανικό προλεταριάτο στην κινέζικη επανάσταση. Ο ρόλος αυτός προσδιορίζεται πρώτα-πρώτα από τη συγκέντρωσή του. Κανένα άλλο τμήμα του λαού δεν είναι τόσο συγκεντρωμένο. Ο δεύτερος λόγος βρίσκεται στην οικονομική του κατάσταση. Δεν έχουν καμιά ελπίδα να πλουτίσουν, γιατί δεν διαθέτουν μέσα παραγωγής και δεν διαθέτουν τίποτα άλλο έξω από τα χέρια τους. Είναι υποταγμένοι στην πιο άγρια μεταχείριση από μέρους των ιμπεριαλιστών, των μιλιταριστών και της αστικής τάξης και γιαυτό είναι διατεθειμένοι για αγώνα. Αξίζει επίσης να προσέξουμε σοβαρά τους κούληδες των πόλεων. Στην κατηγορία αυτή, η πλειοψηφία αποτελείται από τους εκφορτωτές και από κείνους που σέρνουν τα ιδιότυπα καροτσάκια. Περιλαμβάνονται επίσης οι εκκενωτές βόθρων και οι οδοκαθαριστές. Οι άνθρωποι που ανήκουν σαυτή την κατηγορία δεν διαθέτουν κι αυτοί τίποτα άλλο από τα μπράτσα τους και από οικονομική άποψη εξομοιώνονται με τους βιομηχανικούς εργάτες και υστερούν σε σχέση μαυτούς μόνο από άποψη βαθμού συγκέντρωσης και από άποψης σημασίας ρόλου στην παραγωγή. Η σύγχρονη καπιταλιστική γεωργία είναι ακόμα ελάχιστα ανεπτυγμένη στην Κίνα. Αυτό που λέμε αγροτικό προλεταριάτο αποτελείται από τους εργάτες γης που εργάζονται με το μήνα ή και με την ημέρα. Οι εργάτες αυτοί δεν έχουν ούτε γη, ούτε αγροτικά εργαλεία, ούτε και οικονομικά μέσα και δεν μπορούν να ζήσουν παρά μονάχα πουλώντας την εργατική τους δύναμη. Σε σύγκριση με άλλους εργάτες, από άποψη ωρών εργασίας, από άποψη πληρωμής και συνθηκών εργασίας και με την έλλειψη κάθε σιγουριάς για το αν θα έχουν πάντα δουλειά, η θέση τους είναι πολύ πιο χειρότερη. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν με τις πιο βαριές στερήσεις και η θέση τους στο αγροτικό κίνημα είναι τόσο σημαντική όσο και η θέση των φτωχών εργατών.
Υπάρχει ακόμα μια άλλη κατηγορία πολυάριθμη, του λούμπεν προλεταριάτου. Είναι οι αγρότες που έχασαν τη γη τους και οι βιοτέχνες που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Αυτοί ανήκουν στα ασταθέστερα στοιχεία της κοινωνίας. Έχουν συγκροτήσει μυστικές οργανώσεις σε διάφορα μέρηόπως την «Τριαδική» στο Φουκιέν και στο Κουαντούνγκ, την Εταιρία των αδελφών του Χουάν, του Χοπέϊ, του Κουϊτσόου και του Σετσουάν, την Εταιρία των μεγάλων μαχαιριών στο Ανχουέϊ, στο Χουάν και στο Σαντούνγκ, την Εταιρία της Λογικής Ζωής στο Τσίλι και στις τρεις βορειοανατολικές επαρχίες (17) και τη Γαλάζια Συμμορία στη Σαγκάη και σάλλες περιοχές (18). Όλες αυτές αποτελούν οργανώσεις αλληλοβοήθειας στον πολιτικό και οικονομικό τομέα.
Η στάση απέναντι στους ανθρώπους αυτούς είναι ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που υπάρχουν στην Κίνα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι διατεθειμένοι να αγωνιστούν με το μεγαλύτερο θάρρος, παρασυρόμενοι σε καταστρεπτικές ενέργειες. Αν όμως καθοδηγηθούν ορθά μπορούν να γίνουν μια επαναστατική δύναμη.
Από όσα αναφέρθηκαν βγαίνει το συμπέρασμα πως μαζί με τον ιμπεριαλισμόοι μιλιταριστές, οι γραφειοκράτες, οι κομπραδόροι, οι μεγαλογαιοκτήμονες και το αντιδραστικό τμήμα της διανόησης, που εξαρτάται απαυτούς, είναι οι εχθροί μας. Όλα τα τμήματα του μισοπρολεταριάτου και η μικροαστική τάξη είναι οι πιο κοντινοί φίλοι μας. Και σε ό,τι αφορά τη μεσαία αστική τάξη, που συνεχώς ταλαντεύεται, η δεξιά της πτέρυγα μπορεί να είναι εχθρός μας και η αριστερή πτέρυγα μπορεί να είναι φίλος μας. Πρέπει όμως να βρισκόμαστε πάντα σε επιφυλακή και να μην επιτρέψουμε στην τελευταία να δημιουργήσει σύγχυση στο μέτωπο μας.




Το πέρασμα από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, γίνεται με δυο τρόπους.
Ο παραγωγός γίνεται έμπορος και κεφαλαιοκράτης. Αυτός είναι ο πραγματικά επαναστατικός τρόπος.
Ή ο έμπορος γίνεται άμεσα κύριος της παραγωγής. Αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί στην ανατροπή του παλιού τρόπου παραγωγής, που μάλλον τον συντηρεί και τον διατηρεί σαν δικό του όρο ύπαρξης. Αυτός ο τρόπος στέκει παντού εμπόδιο στον πραγματικό κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, και εξαφανίζεται με την ανάπτυξή του. Χωρίς ν ανατρέψει τον τρόπο παραγωγής, χειροτερεύει μόνο την κατάσταση των άμεσων παραγωγών, τους μετατρέπει σε απλούς μισθωτούς εργάτες και προλετάριους, κάτω από όρους χειρότερους από εκείνους των εργατών που υπάγονται κατ ευθείαν στο κεφάλαιο, τη δε υπερεργασία τους, την ιδιοποιείται πάνω στη βάση του παλιού τρόπου παραγωγής.
(Μάρξ, Κεφάλαιο, τομ 3, σελ 423-424)



Οι μικροί χωρικοί αποτελούν μια τεράστια μάζα, που τα μέλη της ζουν κάτω από όμοιες συνθήκες, δίχως όμως να έρχονται μεταξύ τους σε πολλών ειδών σχέσεις. Ο τρόπος της παραγωγής τους, τους απομονώνει τον έναν από τον άλλο, αντί να τους φέρνει σε αμοιβαία επικοινωνία. Η απομόνωση μεγαλώνει χάρη στα άσχημα συγκοινωνιακά μέσα της Γαλλίας και στη φτώχεια των αγροτών. Το παραγωγικό τους πεδίο, ο μικρός κλήρος, δεν επιτρέπει στην καλλιέργειά του κανέναν καταμερισμό της εργασίας, καμιά εφαρμογή της επιστήμης και συνεπώς καμιά ποικιλία ανάπτυξης, καμιά διαφορά ταλέντων, κανένα πλούτο κοινωνικών σχέσεων. Κάθε ξεχωριστή αγροτική οικογένεια είναι σχεδόν αυτάρκης, η ίδια παράγει άμεσα το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσής της, και έτσι αποχτά τα μέσα συντήρησής της περισσότερο απ την ανταλλαγή με τη φύση, παρά απ την επικοινωνία με την κοινωνία. Ο μικρός κλήρος, ο αγρότης και η οικογένεια, δίπλα ένας άλλος μικρός κλήρος, ένας άλλος αγρότης και μια άλλη οικογένεια. Μια χούφτα απ αυτές τις μονάδες κάνουν ένα χωριό, και μια χούφτα χωριά κάνουν ένα νομό. Έτσι σχηματίζεται η μεγάλη μάζα του γαλλικού έθνους, με απλή άθροιση ομώνυμων μεγεθών, το ίδιο περίπου όπως ένα σακί πατάτες κάνει ένα σακί πατάτες. Εφόσον εκατομμύρια οικογένειες ζουν κάτω από οικονομικές συνθήκες ύπαρξης, που ξεχωρίζουν τον τρόπο της ζωής τους, τα συμφέροντά τους και τη μόρφωσή τους, από τον τρόπο της ζωής, τα συμφέροντα και τη μόρφωση των άλλων τάξεων και τις αντιπαραθέτουν εχθρικά σ αυτές, αποτελούν μια τάξη.
Εφόσον όμως, ανάμεσα στους μικρούς αγρότες υπάρχει μόνο μια τοπική συνάφεια και η ομοιότητα των συμφερόντων τους δεν δημιουργεί καμιά κοινότητα, κανένα εθνικό σύνδεσμο, και καμιά πολιτική οργάνωση, δεν αποτελούν τάξη.
Γι αυτό είναι ανίκανοι να επιβάλλουν εξ ονόματός τους τα ταξικά τους συμφέροντα, είτε με μια βουλή, είτε με μια συμβατική συνέλευση. Δεν μπορούν ν αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, πρέπει ν αντιπροσωπεύονται από άλλους. Ο αντιπρόσωπός τους πρέπει ταυτόχρονα να παρουσιάζεται σαν κύριός τους, σαν μια εξουσία πάνω απ αυτούς, σαν μια απεριόριστη κυβερνητική δύναμη, που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις, και τους στέλνει από πάνω στη βροχή και στον ήλιο. Η πολιτική επιρροή των μικρών αγροτών βρίσκει συνεπώς την τελευταία της έκφραση στην υποταγή της ίδιας της κοινωνίας στην εκτελεστική εξουσία.
Μάρξ «18η Μπρυμαίρ Λουδοβίκου Βοναπάρτη».


Οι μοναρχίες του μεσαίωνα που μετατράπηκαν σε γραφειοκρατικές απολυταρχίες, αποτελούσαν μια μορφή κράτους που εξυπηρετούσε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα και σχέσεις. Αλλά αυτό το ίδιο το κράτος απ τη στιγμή που δημιουργήθηκε, απέκτησε τα δικά του συμφέροντα (δυναστικά, της Αυλής, γραφειοκρατικά), που ήρθαν σε σύγκρουση όχι μόνο με τα συμφέροντα των κατώτερων, αλλά και με τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων. Οι κυρίαρχες τάξεις που αποτελούσαν τον αναγκαίο «ενδιάμεσο τοίχο» ανάμεσα στις μάζες και την κρατική οργάνωση, εξασκούσαν πίεση στο κράτος και προσπαθούσαν να το κάνουν υπηρέτη των συμφερόντων τους. Αλλά και η κρατική εξουσία, σαν ανεξάρτητη δύναμη, έβλεπε κι αυτή απ τη δική της σκοπιά, τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Ανέπτυσσε αντίσταση στις φιλοδοξίες τους και προσπαθούσε να τις καθυποτάξει. Η πραγματική ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και τις τάξεις προχωρούσε με ζικ-ζακ που καθορίζονταν κάθε φορά απ το συσχετισμό των δυνάμεων.
(Τρότσκι: «Αποτελέσματα και προοπτικές»). 



Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αριθμητική δύναμη, η συγκέντρωση, η κουλτούρα και η πολιτική σημασία του βιομηχανικού προλεταριάτου εξαρτώνται απ το βαθμό ανάπτυξης της καπιταλιστικής βιομηχανίας. Αλλά αυτή η εξάρτηση δεν είναι άμεση. Η πολιτική δύναμη των τάξεων μιας χώρας δεν καθορίζεται μονοσήμαντα απ τις παραγωγικές σχέσεις, αλλά επιπλέον από έναν ολόκληρο αριθμό κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων εθνικού και διεθνούς χαρακτήρα, οι οποίοι μετατοπίζουν και μερικές φορές αλλάζουν εντελώς την πολιτική αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων. Παρά το γεγονός ότι το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων των ΗΠΑ είναι δέκα φορές ανώτερο από αυτό της Ρωσίας, ωστόσο ο πολιτικός ρόλος του ρώσικου προλεταριάτου, η επιρροή του στην πολιτική της χώρας και η πιθανότητα να επηρεάσει την παγκόσμια πολιτική στο άμεσο μέλλον είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ ότι του αμερικανικού προλεταριάτου.
(Τρότσκι: Αποτελέσματα και προοπτικές,1906). 


Βασιζόμενοι πρωταρχικά πάνω στο παράδειγμα της «βιομηχανικής επανάστασης» στη Βρετανία, οι συγγραφείς του Μανιφέστου σκιαγράφησαν πολύ μονόπλευρα το προτσές της διάλυσης των ενδιάμεσων τάξεων, σαν μια ολοκληρωτική εκπρολεταριοποίηση των τεχνητών, των μικρεμπόρων και των αγροτών. Στην πραγματικότητα, οι στοιχειακές δυνάμεις του συναγωνισμού απέχουν πολύ από το να έχουν ολοκληρώσει αυτή την ταυτόχρονα προοδευτική και βάρβαρη δουλειά.
Ο καπιταλισμός έχει καταστρέψει την μικροαστική τάξη με ένα πολύ ταχύτερο ρυθμό από ότι την εκπρολεταριοποίησε. Επιπλέον, το αστικό κράτος εδώ και πολύν καιρό έχει κατευθύνει τη συνειδητή-του πολιτική προς την τεχνητή διατήρηση των μικροαστικών στρωμάτων.
Στον αντίθετο πόλο, η αύξηση της τεχνολογίας και η ορθολογικοποίηση της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας γέννησαν τη χρόνια ανεργία και εμπόδισαν την εκπρολεταριοποίηση της μικρομπουρζουαζίας.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει επιταχύνει στο έπακρο την αύξηση των λεγεώνων των τεχνικών, των διευθυντών, των εμπορικών υπαλλήλων, με λίγα λόγια, τη λεγόμενη «νέα μεσαία τάξη». Κατά συνέπεια, οι ενδιάμεσες τάξεις, που στην εξαφάνισή-τους το Μανιφέστο τόσο κατηγορηματικά αναφέρεται, συμπεριλαμβάνουν ακόμα και σε μια χώρα τόσο εκβιομηχανισμένη όπως η Γερμανία, περίπου το μισό του πληθυσμού.
Όμως, η τεχνητή διατήρηση των απαρχαιωμένων μικροαστικών στρωμάτων με κανένα τρόπο δεν μετριάζει τις κοινωνικές αντιφάσεις, αλλά, αντίθετα, τις επενδύει με μια εξαιρετική οξύτητα, και, μαζί με τον διαρκή στρατό των ανέργων, συνιστά την πιο φοβερή έκφραση της παρακμής του καπιταλισμού.
Όταν θίγεται το ζήτημα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είναι σαυτό το πεδίο που οι δεκαετίες που πέρασαν έχουν φέρει τις πιο βαθιές αλλαγές, όχι μόνο με την έννοια ότι τα παλιά κόμματα έχουν εδώ και πολύν καιρό παραμεριστεί από καινούργια, αλλά επίσης με την έννοια ότι ο ίδιος ο χαραχτήρας των κομμάτων και οι αμοιβαίες-τους σχέσεις έχουν ριζοσπαστικά αλλάξει στις συνθήκες της ιμπεριαλιστικής εποχής.
Αν το προλεταριάτο, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, αποδειχτεί ανίκανο να ανατρέψει μένα τολμηρό χτύπημα την ξεπερασμένη αστική τάξη, τότε το χρηματιστικό κεφάλαιο στην πάλη για να διατηρήσει την ασταθή-του κυριαρχία δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να μεταστρέψει την κατεστραμμένη και εξαχρειωμένη απαυτό μικροαστική τάξη στον στρατό-πογκρόμ του φασισμού.
Ο αστικός εκφυλισμός της Σοσιαλδημοκρατίας και ο φασιστικός εκφυλισμός της μικροαστικής τάξης, είναι αλληλοσυνδεμένα σαν αιτία και αποτέλεσμα.
(
Απ το «Ο Τρότσκι για το Κομμουνιστικό Μανιφέστο»).


Στη δουλοχτητική και στη φεουδαρχική κοινωνία η διάκριση ανάμεσα στις τάξεις καθορίζονταν και με τη διάιρεση του πληθυσμού σε κάστες και συνοδευόταν απ την καθιέρωση ιδιαίτερης νομικής θέσης μέσα στο κράτος για κάθε τάξη. Γι αυτό οι τάξεις στη δουλοχτητική και στη φεουδαρχική κοινωνία ήταν επίσης και ιδιαίτερες κάστες. Αντίθετα, στην κεφαλαιοκρατική, την αστική κοινωνία, νομικά όλοι οι πολίτες είναι ισότιμοι, ο χωρισμός σε κάστες έχει καταργηθεί (τουλάχιστον καταρχήν) και γι αυτό οι τάξεις έπαψαν να είναι κάστες.
(Λένιν, τ.6, σελ. 313).


Οι τάξεις διαφέρουν μεταξύ τους όχι ως προς τα νομικά προνόμια, αλλά ως προς τις πραγματικές συνθήκες, ότι συνεπώς οι τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας προϋποθέτουν νομική ισότητα.
(
Άπαντα Λένιν, τόμος 2, σελίδα 501).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου