Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Το πρόγραμμα- Οι διεκδικήσεις


Το πρόγραμμα- Οι διεκδικήσεις

Η σοσιαλιστική διανόηση μόνο τότε μπορεί να υπολογίζει σε γόνιμη δράση, όταν βάλει τέλος στις αυταπάτες κι αρχίσει ν αναζητεί στήριγμα στην πραγματική κι όχι στην επιθυμητή εξέλιξη της Ρωσίας, στις πραγματικές κι όχι στις ενδεχόμενες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις. Η θεωρητική της δράση πρέπει παράλληλα να κατευθυνθεί στη συγκεκριμένη μελέτη όλων των μορφών του οικονομικού ανταγωνισμού στη Ρωσία, στη μελέτη της σύνδεσής τους και της διαδοχικής τους ανάπτυξης. Πρέπει ν αποκαλύψει αυτό τον ανταγωνισμό παντού όπου είναι σκεπασμένος με την πολιτική ιστορία, με τις ιδιομορφίες του νομικού καθεστώτος, με τις θεωρητικές προλήψεις που έχουν επικρατήσει. Πρέπει να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητάς μας, σαν καθορισμένου συστήματος σχέσεων παραγωγής, να δείξει τον αναγκαίο χαρακτήρα της εκμετάλλευσης και της απαλλοτρίωσης των εργαζομένων μέσα σ αυτό το σύστημα, να δείξει τη διέξοδο εκείνη απ αυτό το καθεστώς, την οποία υποδείχνει η οικονομική εξέλιξη.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»).

Ο μαρξιστής σκέφτεται διαφορετικά. Η γνωριμία του με την κατάσταση των βιοτεχνικών επαγγελμάτων γεννάει μέσα του, εκτός από το ερώτημα αν αυτή η κατάσταση είναι καλή ή άσχημη, και το ερώτημα, τι είδους είναι η οργάνωση αυτών των βιοτεχνικών επαγγελμάτων, δηλ πως και γιατί ακριβώς έτσι κι όχι διαφορετικά διαμορφώνονται οι σχέσεις ανάμεσα στους βιοτέχνες κατά την παραγωγή ενός δοσμένου προϊόντος.
Γι αυτό συμπεραίνει ο μαρξιστής, με μια τέτοια οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας, η απαλλοτρίωση του παραγωγού και η εκμετάλλευσή του είναι πράγματα πέρα για πέρα αναπόφευκτα, είναι πέρα για πέρα αναπόφευκτη η υποταγή των φτωχών στους πλούσιους και η αντίθεση των συμφερόντων τους, που δίνει περιεχόμενο στην επιστημονική έννοια της πάλης των τάξεων. Συνεπώς συμφέρον του παραγωγού δεν είναι καθόλου να συμβιβάσει αυτά τα αντιτιθέμενα στοιχεία, μα απεναντίας ν αναπτύξει την αντίθεση, ν αναπτύξει την συνείδηση αυτής της αντίθεσης.
Το ζήτημα έπρεπε να τοποθετηθεί ολοκληρωτικά στο έδαφος της ρωσικής πραγματικότητας, στο έδαφος της εξήγησης εκείνου που υπάρχει και της εξήγησης των λόγων για τους οποίους υπάρχει ακριβώς έτσι κι όχι διαφορετικά. Σκόπιμα οι ναρόντνικοι στήριζαν όλη την κοινωνιολογία τους πάνω στο « τι μπορεί να γίνει» κι όχι πάνω στην ανάλυση της πραγματικότητας.

Οι υποκειμενιστές ναρόντνικοι στους συλλογισμούς τους ξεκινούν απ τα «ιδανικά», χωρίς να σκεφτούν καθόλου ότι τα ιδανικά αυτά μπορούσαν να είναι απλώς μια ορισμένη αντανάκλαση της πραγματικότητας, ότι συνεπώς είναι απαραίτητο να επαληθευτούν με γεγονότα, να αναχθούν σε γεγονότα.
Πως γίνεται αυτό, σκέφτεται. Τα ιδανικά πρέπει να καταδικάζουν τα γεγονότα, να δείχνουν πως πρέπει ν αλλάζουν τα γεγονότα, να επαληθεύουν τα γεγονότα κι όχι να επαληθεύονται από τα γεγονότα. Το τελευταίο αυτό φαίνεται στον ναρόντνικο σαν συμβιβασμός με τα γεγονότα.
Τα ιδανικά αυτά είναι εξαιρετικά πολύτιμα για τον μαρξιστή. Ο μαρξιστής μόνο πάνω στο έδαφός τους μάχεται με τον ναροντνικισμό, μάχεται αποκλειστικά γύρω από το ζήτημα του χαρακτήρα αυτών των ιδανικών και της πραγματοποίησής τους.
Ο ναρόντνικος αρκείται να διαπιστώσει το γεγονός που γεννάει τέτοια ιδανικά, έπειτα ν αναφέρει ότι τα ιδανικά είναι σύμφωνα με τη «σύγχρονη επιστήμη και με τις σύγχρονες ιδέες ηθικής» και ν απευθύνει στη συνέχεια έκκληση προς την «κοινωνία» και το «κράτος»: εξασφαλίστε, περιφρουρήστε, οργανώστε!
Ο μαρξιστής ξεκινάει από το ίδιο ιδανικό, δεν το αντιπαραβάλλει όμως με τη «σύγχρονη επιστήμη και τις σύγχρονες ιδέες ηθικής», αλλά με τις υπάρχουσες ταξικές αντιθέσεις, και γι αυτό δεν το διατυπώνει σαν απαίτηση της «επιστήμης», αλλά σαν απαίτηση της τάδε τάξης, σαν απαίτηση που τη γεννούν οι τάδε κοινωνικές σχέσεις (που πρέπει να εξεταστούν αντικειμενικά) και που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τον τάδε τρόπο, εξαιτίας των τάδε ιδιοτήτων αυτών των σχέσεων. Αν δεν αναγάγουμε μ αυτόν τον τρόπο τα ιδανικά στα γεγονότα, τα ιδανικά αυτά θα μείνουν ευσεβείς πόθοι, χωρίς καμιά ελπίδα να τα δεχτούν οι μάζες και συνεπώς χωρίς ελπίδα να πραγματοποιηθούν.
 (Λένιν, τ. 1, «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού»).


Αν με το «πραγματοποιήσιμο» των διεκδικήσεων δεν εννοούν την ανταπόκρισή τους γενικά στα συμφέροντα της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά την ανταπόκρισή τους σε μια δοσμένη συγκυρία των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, τότε ένα τέτοιο κριτήριο θάταν ολότελα λαθεμένο.
Ο Κάουτσκι είχε αναφέρει τότε (αν δεν με απατά η μνήμη) σαν παράδειγμα τη διεκδίκηση του προγράμματος της Ερφούρτης για την εκλογή των δημοσίων υπαλλήλων από το λαό. Το «πραγματοποιήσιμο» αυτής της διεκδίκησης στη σημερινή Γερμανία είναι κάτι παραπάνω από αμφίβολο, όμως κανένας απ τους σοσιαλδημοκράτες δεν πρότεινε να περιοριστούν οι διεκδικήσεις τους στα στενά πλαίσια αυτού που είναι δυνατό να επιτευχθεί στη δοσμένη στιγμή και στις δοσμένες συνθήκες.
(Λένιν, τ. 4, «Σχέδιο προγράμματος του κόμματός μας»).

Οι πρακτικές μας διεκδικήσεις, είτε διατυπώνονται ανοιχτά στο πρόγραμμα, είτε είναι «αξιώματα» που γίνονται αποδεκτά σιωπηρά, πρέπει να κρίνονται όχι από το αν είναι πραγματοποιήσιμες με το σημερινό συσχετισμό των δυνάμεων, αλλά αν συμβιβάζονται με το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς, κι αν η εφαρμογή τους μπορεί να διευκολύνει την ταξική πάλη του προλεταριάτου, να δώσει ώθηση στην ανάπτυξή της, και να καθαρίσει για το προλεταριάτο το δρόμο προς την πολιτική κυριαρχία. Κι εδώ δεν παίρνουμε καθόλου υπόψη μας το σημερινό συσχετισμό των δυνάμεων. Το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα δεν γράφεται για τη σημερινή στιγμή, το πρόγραμμα πρέπει στο μέτρο του δυνατού, να δίνει καθοδηγητική γραμμή, για όλες τις συγκυρίες στη σύγχρονη κοινωνία. Πρέπει να εξυπηρετεί όχι μόνο την πρακτική δράση, αλλά και την προπαγάνδα, πρέπει με τη μορφή συγκεκριμένων διεκδικήσεων, να δείξει πιο παραστατικά, απ ότι μπορούν να το κάνουν οι αφηρημένοι συλλογισμοί, την κατεύθυνση προς την οποία θέλουμε να προχωρήσουμε. Όσο πιο μακρινούς πραχτικούς σκοπούς μπορούμε εδώ να βάλουμε μπροστά μας, χωρίς να χανόμαστε σε ουτοπικές θεωρίες, τόσο το καλύτερο. Τόσο σαφέστερη θάναι για τις μάζες η κατεύθυνση που ακολουθούμε. Το πρόγραμμα πρέπει να δείχνει τι ζητάμε απ τη σημερινή κοινωνία ή απ το σημερινό κράτος, κι όχι τι περιμένουμε απ αυτό.
Ας πάρουμε λχ το πρόγραμμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ζητάει την εκλογή των υπαλλήλων απ το λαό. Αυτή η διεκδίκηση είναι εξίσου ουτοπική με τη διεκδίκηση να δημιουργηθεί πολωνικό εθνικό κράτος. Κανείς δεν έχει την αυταπάτη να νομίσει πραγματοποιήσιμη μέσα στο σημερινό πολιτικό συσχετισμό, τη διεκδίκηση να εκλέγονται στη γερμανική αυτοκρατορία οι κρατικοί υπάλληλοι απ το λαό. Με το δικαίωμα που μπορούμε να παραδεχτούμε ότι το πολωνικό εθνικό κράτος είναι πραγματοποιήσιμο μονάχα με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας απ το προλεταριάτο, με το ίδιο δικαίωμα μπορούμε να το υποστηρίζουμε αυτό και για την παραπάνω διεκδίκηση.
(Λένιν, τ. 6, σελ. 321-322, «Το αγροτικό πρόγραμμα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας»).


Στο εργατικό μέρος του προγράμματος δεν έχουμε το δικαίωμα να βγαίνουμε έξω από τα πλαίσια των κοινωνικομεταρρυθμιστικών διεκδικήσεων, στο αγροτικό μέρος δεν πρέπει να διστάζουμε να προβάλλουμε και κοινωνικοεπαναστατικές διεκδικήσεις. Ή με άλλα λόγια, στο εργατικό μέρος περιοριζόμαστε στα πλαίσια ενός προγράμματος μίνιμουμ, στο αγροτικό μέρος μπορούμε και πρέπει να δόσουμε ένα πρόγραμμα μάξιμουμ.
Και στα δυο μέρη δεν εκθέτουμε τον τελικό μας σκοπό, αλλά τις άμεσες διεκδικήσεις μας. γι αυτό το λόγο, πρέπει και στα δυο να παραμένουμε στα πλαίσια της σύγχρονης (αστικής) κοινωνίας. Σ αυτό βρίσκεται η ομοιότητα των δύο μερών. Η ριζική όμως διαφορά τους είναι ότι, ενώ το εργατικό μέρος περιέχει διεκδικήσεις που στρέφονται ενάντια στην αστική τάξη, αντίθετα, το αγροτικό περιέχει διεκδικήσεις που στρέφονται ενάντια στους τσιφλικάδες-αφέντες δουλοπάροικων.
Στο εργατικό μέρος πρέπει να περιοριστούμε σε επιμέρους βελτιώσεις του σημερινού, αστικού καθεστώτος. Στο αγροτικό πρέπει να επιδιώκουμε το ολοκληρωτικό ξεκαθάρισμα αυτού του καθεστώτος απ όλα τα υπολείμματα της δουλοπαροικίας. Στο εργατικό μέρος δεν μπορούμε να βάζουμε διεκδικήσεις που η σημασία τους θα ισοδυναμούσε με την οριστική συντριβή της κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Στο αγροτικό μέρος βάζουμε και κοινωνικοεπαναστατικές διεκδικήσεις, γιατί η κοινωνική επανάσταση που ανατρέπει την κυριαρχία των τσιφλικάδων-αφεντάδων είναι δυνατή και στη βάση του σημερινού, του αστικού καθεστώτος. Στο εργατικό μέρος παραμένουμε στα πλαίσια της κοινωνικής μεταρρύθμισης, γιατί εδώ απαιτούμε μονάχα εκείνο που μπορεί (καταρχήν) να μας δόσει η αστική τάξη, χωρίς ακόμα να χάσει την κυριαρχία της.
Στο αγροτικό μέρος πρέπει, σε αντίθεση με τους σοσιαλμεταρρυθμιστές, ν απαιτούμε και κείνο που ποτέ δεν θα το δόσουν σε μας και δεν μπορούν να το δόσουν, οι τσιφλικάδες-αφέντες δουλοπάροικων, ν απαιτούμε κι εκείνο που το επαναστατικό κίνημα της αγροτιάς μπορεί να το πάρει μονάχα με τη βία.
(Λένιν, τ. 6, σελ. 316-317, «Το αγροτικό πρόγραμμα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου