Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Υποκειμενικότητα-Αντικειμενικότητα-Αναγκαιότητα-προσωπικότητα-αιτιότητα-δυνατότητα-τυχαίο-Μαρξισμός


Υποκειμενικότητα-Αντικειμενικότητα-Αναγκαιότητα-προσωπικότητα-αιτιότητα-δυνατότητα-τυχαίο-Μαρξισμός

Μάρξ, Κεφάλαιο, Πρόλογος: 
…αντιλαμβάνομαι την εξέλιξη των οικονομικών κοινωνικών σχηματισμών σαν φυσικοϊστορικό προτσές. 
…Αποδείχνοντας την αναγκαιότητα του σημερινού καθεστώτος, αποδείχνει συνάμα και την αναγκαιότητα ενός άλλου καθεστώτος στο οποίο πρέπει να περάσει εξάπαντος το πρώτο, αδιάφορο αν οι άνθρωποι το πιστεύουν ή δεν το πιστεύουν αυτό, αν έχουν ή δεν έχουν συνείδηση γι αυτό… 
…αυτό που συντελείται στην οικονομική ζωή εξαρτιέται απ το βαθμό παραγωγικότητας των οικονομικών δυνάμεων…


Μάρξ: Γράμμα στον Κούγκελμαν, 17/4/1871: 
«Προφανώς θα ήταν πολύ βολικό να κάνεις την παγκόσμια ιστορία αν δεν μπαίνεις στη μάχη παρά μόνο «με σίγουρα ευνοϊκές συνθήκες». Απ το άλλο μέρος, θα είχε (σ.σ. η ιστορία) μυστικιστικό χαρακτήρα αν τα «τυχαία» δεν έπαιζαν σ αυτή κανένα ρόλο. Αυτά τα τυχαία μπαίνουν φυσικά στη γενική πορεία ανάπτυξης και ισοσταθμίζονται με άλλα τυχαία. Αλλά η επιτάχυνση και η καθυστέρηση εξαρτώνται κατά πολύ από τέτοια «τυχαία», στα οποία περιλαμβάνεται το «τυχαίο» του χαρακτήρα των ηγετών που πρώτοι μπαίνουν επικεφαλής της πορείας».
(Απ το βιβλίο της Έλλης Παππά «Η κομμούνα του 1871»).



Μαρξ, GRUNDRISSE, τ. ΙΙΙ, σελ 720: 
«Άλλο πράγμα είναι να παρουσιάσει κανείς την πραγματική διαδικασία, όπου και τα δύο - αυτό που ονομάζει περιστασιακή κίνηση, που όμως είναι το μόνιμο και πραγματικό και ο νόμος του, η μέση σχέση - και τα δυο εμφανίζονται σαν εξίσου ουσιαστικά.


«Η θεωρία της πραγματοποίησης είναι μια αφηρημένη θεωρία, που δείχνει πως συντελείται η αναπαραγωγή και η κυκλοφορία όλου του κοινωνικού κεφαλαίου. Απαραίτητες προϋποθέσεις αυτής της αφηρημένης θεωρίας είναι, πρώτο, να κάνει αφαίρεση του εξωτερικού εμπορίου, των εξωτερικών αγορών. Κάνοντας όμως αφαίρεση του εξωτερικού εμπορίου, η θεωρία της πραγματοποίησης δεν υποστηρίζει καθόλου ότι υπήρξε ποτέ ή ότι μπορούσε να υπάρξει κεφαλαιοκρατική κοινωνία χωρίς εξωτερικό εμπόριο. Δεύτερο, η αφηρημένη θεωρία της πραγματοποίησης προϋποθέτει και πρέπει να προϋποθέτει την αναλογική κατανομή του προϊόντος ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Προϋποθέτοντάς το όμως αυτό, η θεωρία της πραγματοποίησης δεν υποστηρίζει διόλου ότι στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία τα προϊόντα πάντοτε κατανέμονται ή μπορούν να κατανέμονται αναλογικά.
Η θεωρία της αξίας προϋποθέτει και πρέπει να προϋποθέτει την ισότητα της ζήτησης και της προσφοράς, ωστόσο δεν υποστηρίζει διόλου ότι στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία πάντοτε παρατηρούνταν και μπορούσε να παρατηρείται μια τέτοια ισότητα.
Όπως και κάθε άλλος νόμος του καπιταλισμού, ο νόμος της πραγματοποίησης «πραγματοποιείται μόνο μέσω της μη πραγματοποίησής του».
Αν τον Στρούβε τον συγχύζει το γεγονός ότι «η ολοκληρωμένη πραγματοποίηση είναι το ιδανικό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, χωρίς νάναι καθόλου η πραγματικότητά της», εμείς θα του θυμίσουμε πως κι όλοι οι άλλοι νόμοι του καπιταλισμού, που ανακαλύφθηκαν απ τον Μάρξ, απεικονίζουν ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, απλώς το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν απεικονίζουν όμως καθόλου την πραγματικότητά του. «Σκοπός μας είναι, έγραφε ο Μάρξ, να δείξουμε την εσωτερική οργάνωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, μόνο στο μέσο, ιδανικό, θα λέγαμε, τύπο του». Η θεωρία του κεφαλαίου προϋποθέτει πως ο εργάτης παίρνει όλη την αξία της εργατικής του δύναμης. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του. Η θεωρία της γαιοπροσόδου, προϋποθέτει πως όλος ο γεωργικός πληθυσμός έχει χωριστεί ολοκληρωτικά σε γαιοκτήμονες, κεφαλαιοκράτες και μισθωτούς εργάτες. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του. Η θεωρία της πραγματοποίησης προϋποθέτει την αναλογική κατανομή της παραγωγής. Αυτό είναι το ιδανικό του καπιταλισμού, δεν είναι όμως καθόλου η πραγματικότητά του».
(Λένιν, τ. 4, σελ 71-72 και 81-82 «Και πάλι για το ζήτημα της θεωρίας της πραγματοποίησης»).


Πιστεύεται ότι ο Μάρξ ασχολήθηκε με την «καπιταλιστική κοινωνία» και τον καπιταλισμό. Λάθος. Όσο μπόρεσα να εξακριβώσω η λέξη «καπιταλισμός» δεν υπάρχει καν στον Μάρξ. Αλλά δεν υπάρχει διότι δεν υπάρχει ούτε η έννοια. Στον Μάρξ, υπάρχουν μόνο οι δυο έννοιες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Και στον Μάρξ δεν υπάρχει η λέξη «καπιταλισμός» διότι δεν έχει σκοπό να περιγράψει άπειρες καπιταλιστικές κοινωνίες, όλες διαφορετικές μεταξύ τους (οι οποίες στο λεξιλόγιό του θα μπορούσαν να ορισθούν σαν ιδιαίτεροι οικονομικο-κοινωνικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί), αλλά μόνο να δημιουργήσει ένα μοντέλο, έναν σκελετό, χωρίς κρέας και αίμα.
(Κ. Πρέβε, σελ 214, «Κριτική ιστορία του μαρξισμού»).


Ενώ στην Αγγλία και τη Γαλλία η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας είχε σαν αποτέλεσμα την αλληλοσύνδεση των συμφερόντων σε όλη τη χώρα και έτσι την πολιτική συγκεντροποίηση, στη Γερμανία η ανάπτυξη αυτή οδήγησε μόνο στη συσπείρωση των συμφερόντων κατά επαρχίες, απλώς γύρω από τοπικά κέντρα, κι έτσι στον πολιτικό κατακερματισμό.
(Ένγκελς, σελ 42, «Ο πόλεμος των χωρικών στην Γερμανία»).




Η μεγάλη βασική ιδέα πως δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο σαν ένα σύμπλεγμα από έτοιμα πράγματα, μα σαν ένα σύμπλεγμα από διαδικασίες, όπου τα φαινομενικά σταθερά πράγματα, όχι λιγότερο από τις ιδεατές απεικονίσεις τους στο κεφάλι μας, τις έννοιες, περνούν μια αδιάκοπη αλλαγή γέννησης και εξαφάνισης, όπου, παρ όλη την φαινομενική συμπτωματικότητα και παρ όλες τις στιγμιαίες πισωδρομήσεις, επιβάλλεται στο τέλος μια προσεκτική εξέλιξη, αυτή η μεγάλη βασική σκέψη, έχει ιδιαίτερα από τον καιρό του Χέγκελ τόσο πολύ περάσει στην κοινή συνείδηση, που μόλις είναι δυνατό να την αμφισβητήσει κανείς στη γενικότητά της αυτή.
Έχουμε πάντα συνείδηση πως οι αποχτημένες γνώσεις είναι αναγκαστικά περιορισμένες, πως καθορίζονται από τις συνθήκες που αποχτήθηκαν και δεν μας κάνουν πια εντύπωση οι ανυπέρβλητες, για την κοινή μεταφυσική που εξακολουθεί ακόμα να επικρατεί, αντιθέσεις, ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο, το καλό και το κακό, το ταυτόσημο και το διαφορετικό, το αναγκαίο και το τυχαίο. Ξέρουμε πως οι αντιθέσεις αυτές έχουν μόνο σχετική ισχύ, πως αυτό που τώρα αναγνωρίζεται για αληθινό, έχει την κρυμμένη, που θα παρουσιαστεί αργότερα, ψεύτική του πλευρά, όπως και κείνο που τώρα το αναγνωρίζουμε για ψεύτικο, έχει την αληθινή του πλευρά, που χάρη σ αυτή μπορούσε προηγούμενα να περνάει για αληθινό. Ξέρουμε πως αυτό που ισχυριζόμαστε για αναγκαίο αποτελείται από καθαρές συμπτώσεις, και πως το δήθεν τυχαίο, είναι η μορφή που πίσω απ αυτή κρύβεται η αναγκαιότητα κ.ο.κ.
(Ένγκελς, «Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ»).

Βέβαια και η αντίθεση ύλης και συνείδησης έχει απόλυτη σημασία μόνο μέσα στα όρια μιας πολύ περιορισμένης περιοχής: στην προκειμένη περίπτωση αποκλειστικά μέσα στα όρια του βασικού γνωσιολογικού προβλήματος: ποιο πρέπει να θεωρηθεί πρωτεύον και ποιο δευτερεύον. Έξω απ αυτά τα όρια, η σχετικότητα της δοσμένης αντίθεσης, είναι αναμφισβήτητη.
(Λένιν, «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός», τ. 18, σελ. 154).


Οφείλονται (οι παρατηρήσεις του Φάϊρμαν για πλευρές της έκθεσης του Μάρξ) στην παρανόηση, πως τάχα ο Μάρξ δίνει ορισμούς, εκεί που στην πραγματικότητα αναπτύσσει, και πως γενικά μπορεί ν αναζητά κανείς στον Μάρξ πανέτοιμους ορισμούς, που ισχύουν μια για πάντα. Είναι αυτονόητο πως, όταν τα πράγματα και τις αμοιβαίες σχέσεις τους, δεν τα αντιλαμβανόμαστε σαν πάγια, αλλά σαν μεταβλητά, τότε και οι απεικονίσεις τους στη νόηση, οι έννοιες, υπόκεινται επίσης στη μεταβολή και στην αλλαγή, και δεν πρέπει να τις κλείνει κανείς μέσα σε άκαμπτους ορισμούς, αλλά να τις βλέπει στο ιστορικό ή λογικό προτσές του σχηματισμού τους.
(΄Ενγκελς, Πρόλογος στον 3ο τόμο του «Κεφαλαίου»).


Τυχαίο λέμε κάθε φαινόμενο που δεν οφείλεται σ ολόκληρη την προηγούμενη εξέλιξη, αν και επιδρά πάνω στην εξέλιξη αυτή σε αμοιβαία σχέση μ αυτή.
Το τυχαίο είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Δεν είναι μια απλή υποκειμενική άγνοια.
Το τυχαίο δεν είναι χωρίς αιτία. Το τυχαίο δεν είναι η απουσία της αιτιότητας, αλλά η απουσία της αναγκαιότητας.
Το τυχαίο και η αναγκαιότητα, που και το ένα και το άλλο υπάρχουν αντικειμενικά, αποτελούν στιγμές και κρίκους της αλληλεπίδρασης.
Δεν υπάρχει ούτε απόλυτη αναγκαιότητα, ούτε απόλυτο τυχαίο, αλλά κάθε διαδικασία είναι αναγκαία σε σχέση με κάποια άλλη και τυχαία σε σχέση με μια άλλη.
Το τυχαίο και η αναγκαιότητα μετατρέπονται διαρκώς το ένα στο άλλο.
Το τυχαίο όχι μόνο δεν είναι η άρνηση της αναγκαιότητας, αλλά είναι μια συμπληρωματική μορφή της αναγκαιότητας, η μορφή ύπαρξης και εκδήλωσής της. το γενικό υπάρχει μέσα στο μερικό και δια του μερικού, το εσωτερικό στο εξωτερικό, το ουσιώδες στο επουσιώδες, το αναγκαίο στο τυχαίο.
Η αναγκαιότητα κυριαρχεί πάνω στο τυχαίο.
Η γνώση της αναγκαιότητας δεν αποτελεί την ελευθερία. Είναι μόνο η προϋπόθεσή της, ο αναγκαίος όρος. Η ελευθερία του ανθρώπου βρίσκεται όχι μόνο στη γνώση της αναγκαιότητας, αλλά στην πρακτική που βασίζεται στη γνώση αυτή.
Η ελευθερία έχει έναν ιστορικό χαρακτήρα: η τεχνική, το επίπεδο ανάπτυξης των μέσων παραγωγής, αποτελούν σε κάθε εποχή της ιστορίας το μέτρο του βαθμού κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση. Η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση υποτάσσεται στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στις κοινωνικές του σχέσεις.
Αυτή η πρόοδος σε κάθε κοινωνία που στηρίζεται στον ανταγωνισμό των τάξεων, δέχεται έναν διπλό περιορισμό:
1. Οι δυνάμεις που αποκτά ο άνθρωπος με την τεχνική και την επιστήμη δεν χρησιμοποιούνται παρά στο βαθμό που η χρησιμοποίησή τους δεν αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
2. Οι δυνάμεις που αποκτά ο άνθρωπος με την τεχνική και την επιστήμη, δεν χρησιμοποιούνται παρά για τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης και χρησιμεύουν για να δυναμώσουν την εκμετάλλευση των εργαζόμενων τάξεων.
Η ίδια η κυρίαρχη τάξη δεν είναι ελεύθερη, με την έννοια ότι θα ήταν κυρίαρχη των κοινωνικών σχέσεων και του ίδιου του εαυτού της, γιατί είναι στενά υποδουλωμένη στην αναρχία του ανταγωνισμού και των κρίσεων του ίδιου του καθεστώτος της και στη νοοτροπία και στα πάθη που γεννιούνται απ αυτό το σύστημα. Αυτό που η τάξη αυτή ονομάζει ελευθερία της, είναι η χωρίς όρια άσκηση των ταξικών της προνομίων, δηλαδή η δύναμη να επιβάλλει τη θέλησή της σε μια άλλη τάξη.
(Ροζέ Γκαρωντύ, «Ελευθερία»).


Η ιστορία όμως της κοινωνικής εξέλιξης αποδείχνεται τώρα, σε ένα σημείο, ουσιαστικά διαφορετική απ την ιστορία της φύσης.
Στη φύση (οι νόμοι) εκδηλώνονται μόνο σαν τυφλοί, χωρίς συνείδηση, παράγοντες, που δρουν ο ένας πάνω στον άλλο και που μέσα στο αμοιβαίο παιχνίδι, ενεργεί ο γενικός νόμος.
Στην ιστορία της κοινωνίας, από το άλλο μέρος, αυτοί που δρουν είναι όλοι άνθρωποι προικισμένοι με συνείδηση, που δρουν από σκέψη ή από πάθος για ορισμένους σκοπούς. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς συνειδητή πρόθεση, χωρίς θελημένο σκοπό. Αυτή όμως η διαφορά, όσο σπουδαία κι αν είναι, δεν μπορεί να μεταβάλει τίποτα στο περιστατικό, πως η πορεία της ιστορίας κυριαρχείται από εσωτερικούς γενικούς νόμους. Οι σκοποί των πράξεων είναι θελημένοι, μα τα αποτελέσματα που ακολουθούν πραγματικά τις πράξεις, δεν είναι θελημένα, ή και όσο και αν φαίνονται στην αρχή πως ανταποκρίνονται στους θελημένους σκοπούς, έχουν ωστόσο στο τέλος ολότελα διαφορετικές συνέπειες από κείνες που θέλαμε. Έτσι και τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται σαν να κυριαρχούνται από το τυχαίο. Μια κατάσταση ολότελα ανάλογη με την κατάσταση που επικρατεί στην ασυνείδητη φύση. Όπου όμως επιφανειακά το τυχαίο κάνει το παιχνίδι του, εκεί αυτό κυριαρχείται πάντοτε από εσωτερικούς κρυμμένους νόμους και το ζήτημα είναι μόνο ν ανακαλύψουμε τους νόμους αυτούς.
Όταν πρόκειται να ερευνήσουμε τις κινητήριες δυνάμεις που –συνειδητά ή ασυνείδητα, και πολύ συχνά μάλιστα ασυνείδητα- βρίσκονται πίσω από τα κίνητρα των ανθρώπων που δρουν στην ιστορία και που αποτελούν τις πραγματικές τελικές κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, τότε το ζήτημα δεν είναι για τα κίνητρα ξεχωριστών ατόμων, όσο ονομαστά κι αν είναι αυτά, μα για τα κίνητρα που βάζουν σε κίνηση μεγάλες μάζες, ολόκληρους λαούς κ;ι μέσα σε κάθε λαό ολόκληρες πάλι τάξεις. Και ακόμα αυτό όχι για μια στιγμή, σαν την περαστική αναλαμπή μιας φωτιάς από άχυρα που σβήνει γρήγορα, μα σαν αδιάκοπη δράση που καταλήγει σε κάποια μεγάλη ιστορική μεταβολή.
Το να εξακριβώσουμε τις κινητήριες δυνάμεις που αντικαθρεφτίζονται εδώ, καθαρά ή θολά, άμεσα ή με μια ιδανική, ακόμα και θεοποιημένη μορφή, στα μυαλά των μαζών που δρουν και των αρχηγών τους, αυτών που ονομάζονται μεγάλοι άνδρες, αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος που θα μας βάλει στα ίχνη των νόμων που κυβερνούν την ιστορία, τόσο γενικά, όσο και στις ιδιαίτερες περίοδες και χώρες.
(Ένγκελς, «Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ»).


Τελευταία ένας επικριτής του μαρξισμού βάζει ακόμα τούτο το ερώτημα: Αν ο ερχομός του σοσιαλισμού είναι μια αναγκαιότητα που απορρέει απ τους αναγκαίους νόμους ανάπτυξης του καπιταλισμού, γιατί να ιδρύουμε «κόμματα» και να βάζουμε σ αυτά το καθήκον να πραγματοποιήσουν αυτή την «αναγκαία» επανάσταση; Δεν ιδρύουμε ένα κόμμα για να φέρουμε την άνοιξη ή για να κάνουμε την έκλειψη της σελήνης! Ο φτωχός αυτός κακομοίρης που επαναλαβαίνει με μια υπνοβατική απάθεια «επιχειρήματα» που ανασκευάσθηκαν εδώ και πάνω από έναν αιώνα, ξεχνά απλώς ότι η ιστορική νομοτέλεια εκφράζεται μέσω των ζωντανών ανθρώπων, που έχουν συνείδηση, ιδέες, πάθη, επιθυμίες και ότι η νομοτέλεια αυτή δεν μπορεί πολύ περισσότερο να εκφραστεί έξω απ τις συγκεκριμένες αυτές συμπτώσεις, όπως οι νόμοι της βλάστησης του σταριού έξω από τα συγκεκριμένα αυτά τυχαία γεγονότα που είναι η φύση του εδάφους, η μικρότερη ή μεγαλύτερη υγρασία του κλίματος και του εδάφους, κλπ. Και όπως οι αναπόφευκτοι νόμοι της βλάστησης του σταριού για να εκδηλωθούν δεν αποκλείουν, αλλά αντίθετα απαιτούν να οργανώσουμε όλα αυτά τα τυχαία, έτσι και η νομοτέλεια του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Για να εκδηλωθεί, δεν αποκλείει, αλλά απαιτεί να «οργανώσουμε» όλα τα «τυχαία» μέσα απ τα οποία εκφράζεται.
Στην εποχή του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, πραγματοποιούνται οι αντικειμενικοί όροι για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η νίκη του προλεταριάτου γίνεται «δυνατή» και μπροστά στην εργατική τάξη και την πρωτοπορία της, το κομμουνιστικό κόμμα, μπαίνει το ζήτημα να βρει τα μέσα για να μεταβάλει τη δυνατότητα αυτή σε πραγματικότητα. Ο υποκειμενικός παράγοντας  της ιστορίας, αποκτά έτσι μια αποφασιστική σημασία, όταν υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη λύση ενός ιστορικού προβλήματος.
(Ροζέ Γκαρωντύ, «Ελευθερία»).


Οι άνθρωποι στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες απ τη θέλησή τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων, αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, τη βάση την υλική, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό οικοδόμημα και που σ αυτή αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής, καθορίζει γενικά την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Το τι είναι οι άνθρωποι, δεν καθορίζεται απ την συνείδησή τους, αλλά αντίστροφα, το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους.
(Μάρξ, «Κριτική της πολιτικής οικονομίας»).


Τις μορφές του κεφαλαιοκράτη και του γαιοκτήμονα δεν τις ζωγραφίζω καθόλου με ρόδινα χρώματα. Εδώ όμως πρόκειται για τα πρόσωπα, μόνο εφόσον αποτελούν την προσωποποίηση οικονομικών κατηγοριών και είναι φορείς καθορισμένων ταξικών σχέσεων και συμφερόντων. Η δική μου άποψη που αντιλαμβάνεται την εξέλιξη των οικονομικών κοινωνικών σχηματισμών σαν φυσικοϊστορικό προτσές, μπορεί λιγότερο από κάθε άλλη, να θεωρεί το ξεχωριστό άτομο υπεύθυνο για συνθήκες, κοινωνικό προϊόν των οποίων παραμένει το ίδιο, όσο κι αν ανυψώνεται υποκειμενικά πάνω απ αυτές.
(Μάρξ, Κεφάλαιο, Πρόλογος στην πρώτη έκδοση).


Παραγωγικές δυνάμεις είναι τα εργαλεία με τη βοήθεια των οποίων παράγονται τα υλικά αγαθά, καθώς και οι άνθρωποι που τα χειρίζονται, σύμφωνα με την κατακτημένη πείρα και τις συνήθειες της εργασίας.
(Φιλοσοφικό λεξικό Ρόζενταλ-Γιουντίν).

Η πολιτική οικονομία δεν ασχολείται καθόλου με την «παραγωγή», αλλά με τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγή, με την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής. Όταν ξεκαθαρίζονται κι αναλύονται πέρα για πέρα οι κοινωνικές αυτές σχέσεις, καθορίζεται ταυτόχρονα και η θέση που έχει στην παραγωγή η κάθε τάξη, κι επομένως και το μερίδιο που παίρνει απ την εθνική κατανάλωση.
(Λένιν, τ. 3, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).


Για τον Μάρξ, ένα πράγμα μόνο έχει σημασία: να βρει τον νόμο των φαινομένων που ασχολείται με την έρευνά τους. και μάλιστα γι αυτόν δεν έχει σημασία μόνο ο νόμος που τα διέπει, όσο έχουν μια ορισμένη μορφή, και όσο βρίσκονται σε μια αλληλοσχέση που παρατηρείται σε μια δοσμένη περίοδο. Γι αυτόν, πάνω απ όλα, έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία ο νόμος της αλλαγής τους, της εξέλιξής τους, δηλ το πέρασμα απ τη μια μορφή στην άλλη, από μια κατηγορία αλληλοσχέσης σε μια άλλη. Όταν έχει πια ανακαλύψει αυτό το νόμο, εξετάζει λεπτομερειακά τις συνέπειες με τις οποίες εκδηλώνεται στην κοινωνική ζωή. Ο Μάρξ φροντίζει μονάχα για ένα πράγμα: ν αποδείξει με ακριβή επιστημονική έρευνα, την αναγκαιότητα ορισμένων καθεστώτων κοινωνικών σχέσεων, και να διαπιστώσει όσο το δυνατόν πιο άμεμπτα, τα γεγονότα που του χρησιμεύουν σαν αφετηρίες και στηρίγματα. Γι αυτόν είναι πέρα για πέρα αρκετό, αν αποδείχνοντας την αναγκαιότητα του σημερινού καθεστώτος, αποδείχνει συνάμα, και την αναγκαιότητα ενός άλλου καθεστώτος, στο οποίο πρέπει να περάσει εξάπαντος το πρώτο, αδιάφορο αν οι άνθρωποι το πιστεύουν ή δεν το πιστεύουν αυτό, αν έχουν ή αν δεν έχουν συνείδηση γι αυτό. Ο Μάρξ εξετάζει την κίνηση της κοινωνίας σαν φυσικοϊστορικό προτσές που το διέπουν νόμοι, που όχι μόνο είναι ανεξάρτητοι απ τη θέληση, τη συνείδηση, και τις επιδιώξεις του ανθρώπου, μα που αντίθετα, οι ίδιοι καθορίζουν τη θέληση, τη συνείδηση, και τις επιδιώξεις του. Αν το συνειδητό στοιχείο παίζει έναν τόσο δευτερεύοντα ρόλο στην ιστορία του πολιτισμού, είναι αυτονόητο ότι η κριτική, που έχει για αντικείμενό της τον ίδιο τον πολιτισμό, μπορεί λιγότερο από κάθε τι άλλο, νάχει για βάση της κάποια μορφή ή κάποιο αποτέλεσμα της συνείδησης. Δηλ μόνο το εξωτερικό φαινόμενο μπορεί να της χρησιμεύει σαν αφετηρία, και όχι η ιδέα. Η κριτική θα συνίσταται στη σύγκριση, στην αντιπαράθεση και στην αντιπαραβολή, ενός γεγονότος, όχι με την ιδέα, αλλά με ένα άλλο γεγονός. Γι αυτή σημασία έχουν μόνο νάχουν εξερευνηθεί και τα δύο γεγονότα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, και ν αποτελούν πραγματικά το ένα απέναντι στο άλλο, διαφορετικές βαθμίδες ανάπτυξης, και πάνω απ όλα, έχει σημασία νάχουν εξερευνηθεί με όχι μικρότερη ακρίβεια, η σειρά, η διαδοχή και η σχέση, με τις οποίες εμφανίζονται αυτές οι βαθμίδες ανάπτυξης.
Μήπως οι γενικοί νόμοι της οικονομικής ζωής είναι οι ίδιοι, αδιάφορο αν εφαρμόζονται στο παρόν ή στο παρελθόν; Μα αυτό ακριβώς δεν παραδέχεται ο Μάρξ. Γι αυτόν δεν υπάρχουν τέτοιοι γενικοί νόμοι. Αντίθετα, κατά τη γνώμη του, κάθε μεγάλη ιστορική περίοδος, έχει τους νόμους της. μόλις όμως η ζωή ξεπεράσει μια δοσμένη περίοδο ανάπτυξης, μόλις βγει από ένα δοσμένο στάδιο και μπει σ ένα άλλο, αρχίζει πια να διέπεται από άλλους νόμους. Με δυο λόγια, η οικονομική ζωή μας παρουσιάζει στην περίπτωση αυτή, ένα φαινόμενο πέρα για πέρα ανάλογο, μ αυτό που παρατηρούμε σ άλλες κατηγορίες των βιολογικών φαινομένων. Δεν είναι σωστή η άποψη εκείνη των παλιών οικονομολόγων για τη φύση του οικονομικού νόμου, σύμφωνα με την οποία ο νόμος αυτός είναι όμοιος με τους νόμους της φυσικής και της χημείας. Μια βαθύτερη ανάλυση των φαινομένων απέδειξε ότι οι κοινωνικοί οργανισμοί διαφέρουν ο ένας απ τον άλλο, εξίσου ριζικά, όσο και οι οργανισμοί των φυτών και των ζώων. Ένα και το αυτό φαινόμενο, υπόκειται σε ολότελα διαφορετικούς νόμους, εξαιτίας της διαφοράς στη δομή αυτών των οργανισμών, της ποικιλίας των οργάνων τους, της διαφοράς των συνθηκών μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένα να λειτουργούν τα όργανα κλπ. Ο Μάρξ λχ. Αρνείται να παραδεχτεί ότι ο νόμος κίνησης του πληθυσμού, είναι ο ίδιος παντού και πάντοτε, για όλες τις εποχές και για όλους τους τόπους. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι κάθε βαθμίδα ανάπτυξης έχει το δικό της νόμο κίνησης του πληθυσμού. Αυτό που συντελείται στην οικονομική ζωή, εξαρτιέται απ το βαθμό παραγωγικότητας των οικονομικών δυνάμεων. Ανάλογα με τις διαφορές στην παραγωγικότητα, θα διαφέρουν και οι συνέπειές της και μαζί μ αυτές και οι νόμοι που τις διέπουν. Η επιστημονική αξία μιας τέτοιας έρευνας, βρίσκεται στην αποσαφήνιση των ιδιαίτερων νόμων που ρυθμίζουν την εμφάνιση, την ύπαρξη, την εξέλιξη και το θάνατο ενός δοσμένου κοινωνικού οργανισμού, και την αντικατάστασή του από έναν άλλο, ανώτερο.
(Μάρξ, Κεφάλαιο, Επίλογος στη δεύτερη έκδοση).



Φρίντριχ Ενγκελς
Γράμμα στον Ε. Μπλοχ
21-22 Σεπτέμβρη του 1890 Λονδίνο
Στον Ε. Μπλοχ
... Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία σε τελευταία ανάλυση, η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό
έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. - Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της
ταξικής πάλης και τ΄ αποτελέσματά της - οι θεσμοί που τους καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε, κτλ. - οι νομικές μορφές κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές,
νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους.
Υπάρχει μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση σαν αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλ. των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη, που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρχτη και να μη τη
λογαριάζουμε). Διαφορετικά, η εφαρμογή της θεωρίας σε μιαν οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα ήταν, μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής πρωτοβάθμιας εξίσωσης.
Την ιστορία μας, την κάνουμε εμείς οι ίδιοι, την κάνουμε όμως, πρώτα, κάτω από πολύ ορισμένες προϋποθέσεις και όρους. Απ΄ αυτούς οι οικονομικοί είναι που αποφασίζουν τελικά. Μα και οι πολιτικοί κτλ., ακόμα και η παράδοση που έχει στοιχειώσει στα κεφάλια των ανθρώπων, παίζουν κάποιο ρόλο, έστω κι αν δεν είναι ο αποφασιστικός. Και το πρώτο πρωσικό κράτος δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε παραπέρα από ιστορικά και σε τελευταία ανάλυση οικονομικά αίτια. Δύσκολα όμως θα μπορούσε κανείς, χωρίς σχολαστικισμούς, να ισχυριστεί ότι ανάμεσα στα πολλά κρατίδια της βόρειας Γερμανίας, ίσα - ίσα το Βραδεμβούργο ήταν εκείνο που προοριζόταν από την οικονομική αναγκαιότητα κι όχι κι από άλλους παράγοντες (πριν απ΄ όλα από το γεγονός ότι το Βραδεμβούργο, χάρη στο ότι κατείχε την Πρωσία, είχε μπλεχτεί στο πολωνικό ζήτημα και μέσον αυτού του ζητήματος στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, που έπαιξαν επίσης αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισχύος του αυστριακού οίκου) να γίνει η μεγάλη δύναμη που ενσάρκωνε την οικονομική, γλωσσική και, από την εποχή της Μεταρρύθμισης και θρησκευτική διαφορά ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο. Δύσκολα θα κατορθώσει κανείς να εξηγήσει με οικονομικά αίτια, δίχως να γίνει γελοίος, την ύπαρξη του κάθε γερμανικού κρατιδίου στο παρελθόν και στο παρόν, ή την προέλευση της τροπής των φθόγγων στην άνω – γερμανική διάλεχτο, που το γεωγραφικό ορεινό τείχος, που εκτείνεται από τα Σουδητικά όρη ως τον Τάουνους, την έχει ευρύνει σε ένα σωστό ρήγμα που χωρίζει όλη τη Γερμανία.
Δεύτερο, όμως, η ιστορία γίνεται έτσι, που το τελικό αποτέλεσμα βγαίνει πάντα από τις συγκρούσεις πολλών ατομικών θελήσεων, που η καθεμιά τους πάλι γίνεται τέτοια που είναι από ένα πλήθος ιδιαίτερες συνθήκες ζωής. Υπάρχουν λοιπόν εδώ αναρίθμητες δυνάμεις που διασταυρώνονται, μια ατέλειωτη ομάδα από παραλληλόγραμμα δυνάμεων, από τα οποία βγαίνει
μια συνισταμένη - δηλ. το ιστορικό. Το ιστορικό αυτό αποτέλεσμα μπορεί πάλι να θεωρηθεί σαν το προϊόν μιας δύναμης που κοιταγμένη στο σύνολό της δρα ασυνείδητα και άβουλα. Γιατί αυτό που θέλει το κάθε άτομο, εμποδίζεται από κάθε άτομο, εμποδίζεται από κάθε άλλο άτομο κι αυτό που προκύπτει είναι κάτι που κανένας δεν το θέλησε. Ετσι η ως τώρα ιστορία κυλά σαν ένα
φυσικό προτσές και υπόκειται κι αυτή ουσιαστικά στους ίδιους νόμους κίνησης. Ομως από το γεγονός, ότι οι ατομικές θελήσεις - που η καθεμιά τους θέλει εκείνο προς το οποίο τη σπρώχνουν η σωματική της διάπλαση και οι εξωτερικές, σε τελευταία ανάλυση οικονομικές συνθήκες (είτε οι δικές της προσωπικές είτε γενικές - κοινωνικές συνθήκες) - δεν πετυχαίνουν εκείνο που θέλουν, αλλά συγχωνεύονται σ΄ ένα γενικό μέσον όρο, σε μια κοινή συνισταμένη, από το γεγονός αυτό δεν έχει κανένας το δικαίωμα να συμπεράνει ότι οι θελήσεις αυτές είναι ίσες με μηδέν. Απεναντίας, η
καθεμιά συμβάλλει στη συνισταμένη και περιέχεται ανάλογα μέσα της.
Θα ήθελα ακόμα να σας παρακαλέσω να μελετήσετε τη θεωρία αυτή από τις πρώτες πηγές, κι όχι από δεύτερο χέρι. Είναι πραγματικά πολύ ευκολότερο. Ο Μαρξ δεν έχει γράψει σχεδόν τίποτε όπου η θεωρία αυτή να μην παίζει ένα ρόλο. Ιδιαίτερα όμως, "Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη" είναι ένα έξοχο παράδειγμα εφαρμογής αυτής της θεωρίας. Στο "Κεφάλαιο" επίσης υπάρχουν πολλές νύξεις. Μπορώ βέβαια να σας παραπέμψω επίσης στα έργα
μου: "Η ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Όυγκεν Ντύρινγκ" και "Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας", όπου έκανα την πιό διεξοδική έκθεση του ιστορικού υλισμού, απ΄ όσες υπάρχουν σήμερα.
Για το γεγονός ότι η νεολαία κάποτε δίνει στην οικονομική πλευρά μεγαλύτερη βαρύτητα απ΄ ότι της αναλογεί, φταίμε εν μέρει εμείς οι ίδιοι, ο Μαρξ κι εγώ. Απέναντι στους αντιπάλους μας, είμασταν υποχρεωμένοι να τονίζουμε τη βασική αρχή που την αρνιόνταν κι έτσι δεν υπήρχε πάντα ο χρόνος, ο τόπος και η ευκαιρία να δώσουμε τη θέση που ταιριάζει και στους άλλους
παράγοντες που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση. Μόλις όμως το ζήτημα έφτανε στην περιγραφή μιας ιστορικής περιόδου, δηλ. στην πραχτική εφαρμογή, άλλαζαν τα πράγματα και δε χωρούσε πια καμιά παρεξήγηση. Δυστυχώς όμως συμβαίνει πολύ συχνά να πιστεύει κανείς ότι έχει καταλάβει τέλεια μια νέα θεωρία και ότι μπορεί να τη χειρίζεται αμέσως, μόλις αφομοιώσει, και αυτό όχι πάντα σωστά, τις βασικές θέσεις. Και δε μπορώ ν΄ απαλλάξω απ΄ αυτή τη μομφή πολλούς από τους νεότερους "μαρξιστές". Ετσι έκαναν την εμφάνισή τους και θαυμάσια σκουπίδια κι απ΄αυτόν τον τομέα. 

Φρίντριχ Ενγκελς
Γράμμα στον Σταρκεμπουργκ
Λονδίνο, 25 του Γενάρη 1894
Αξιότιμε κύριε,
Ιδού η απάντηση στα ερωτήματά σας!
1. Με τις οικονομικές σχέσεις, που τις θεωρούμε σαν καθοριστική βάση της ιστορίας της κοινωνίας, εννοούμε τον τρόπο που οι άνθρωποι μιας ορισμένης κοινωνίας παράγουν τα μέσα συντήρησής τους κι ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα προϊόντα (εφόσον υπάρχει καταμερισμός της εργασίας). Δηλαδή, εδώ περιλαμβάνεται ολόκληρη η τεχνική της παραγωγής και των μεταφορών.
Η τεχνική αυτή κατά την αντίληψή μας καθορίζει επίσης τον τρόπο της ανταλλαγής καθώς και της διανομής των προϊόντων και, επομένως, ύστερα από τη διάλυση της κοινωνίας των γενών, καθορίζει και το διαχωρισμό των τάξεων, επομένως και τις σχέσεις κυριαρχίας και υποδούλωσης,
επομένως και το κράτος, την πολιτική, το δίκαιο κτλ. Ακόμα, στις οικονομικές σχέσεις περιλαβαίνεται και η γεωγραφική βάση που πάνω της ξετυλίγονται αυτές οι σχέσεις, και τα πραγματικά κληρονομημένα υπολείμματα από προηγούμενα στάδια ανάπτυξης που διατηρήθηκαν, συχνά μόνο από παράδοση ή με τη δύναμη της αδράνειας, και επίσης περιλαβαίνεται φυσικά και το περιβάλλον που περιβάλλει απ' τα έξω την κοινωνική αυτή μορφή.
Αν η τεχνική, όπως λέτε, εξαρτιέται στο μεγαλύτερό της μέρος από την κατάσταση της επιστήμης, πολύ περισσότερο ακόμα εξαρτιέται η επιστήμη από την κατάσταση και τις ανάγκες της τεχνικής. Οταν η κοινωνία έχει μια τεχνική ανάγκη, η ανάγκη αυτή προωθεί την επιστήμη περισσότερο από δέκα Πανεπιστήμια. Όλη η υδροστατική (Τορικέλι κτλ.) γεννήθηκε από την
ανάγκη να ρυθμιστούν οι ορεινοί χείμαρροι στην Ιταλία το XVI και XVII αιώνα. Για τον ηλεκτρισμό ξέρουμε κάτι το θετικό μόνο αφότου ανακαλύφθηκε η δυνατότητα της τεχνικής εφαρμογής του. Στη Γερμανία όμως έχουν δυστυχώς συνηθίσει να γράφουν την ιστορία των επιστημών έτσι σαν να είχαν πέσει οι επιστήμες απ' τον ουρανό.
2. Θεωρούμε τις οικονομικές συνθήκες, ότι είναι αυτό που καθορίζει σε τελευταία ανάλυση την ιστορική εξέλιξη. Μα και η φυλή ακόμα είναι οικονομικός παράγοντας. Υπάρχουν όμως εδώ δυο σημεία που δεν πρέπει να τα παραβλέπουμε:
α) Η πολιτική, νομική, φιλοσοφική, θρησκευτική, φιλολογική, καλλιτεχνική κτλ. Ανάπτυξη βασίζεται στην οικονομική. Όλες τους όμως αντεπιδρούν επίσης η μια πάνω στην άλλη και πάνω στην οικονομική βάση. Τα πράγματα όμως δεν έχουν καθόλου έτσι, ότι δηλαδή η οικονομική κατάσταση είναι η μόνη αιτία που δρα, ενώ όλα τα άλλα είναι μόνον παθητικό αποτέλεσμα. Εδώ έχουμε αλληλεπίδραση πάνω στη βάση της οικονομικής αναγκαιότητας που επιβάλλεται πάντα σε τελευταία ανάλυση. Το κράτος, λ.χ. επιδρά με τους προστατευτικούς δασμούς με το ελεύθερο εμπόριο, με μια καλή ή κακή φορολογία. Ακόμα και η θανάσιμη κόπωση και ανικανότητα του
Γερμανού μικροαστού, που πηγάζει από την οικονομική αθλιότητα της Γερμανίας στην περίοδο από το 1648 ως το 1830 και που εκδηλώθηκαν πρώτα με τον πιετισμό, κι ύστερα με το συναισθηματισμό και τη δουλική υποταγή στους ηγεμόνες και στους ευγενείς, δεν έμειναν χωρίς οικονομικά αποτελέσματα. Αποτέλεσαν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την καινούρια άνοδο και κλονίστηκαν μόνο όταν οι πόλεμοι της επανάστασης και του Ναπολέοντα έκαναν τη χρόνια αθλιότητα να περάσει σε οξεία μορφή. Δεν είναι λοιπόν, όπως θέλουν να φαντάζονται μερικοί, γιατί τους έρχεται βολικά, ένα αυτόματο αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης, αλλά οι ίδιοι οι
άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους, την κάνουν όμως μέσα σ' ένα δοσμένο, καθοριστικό γι' αυτούς περιβάλλον, πάνω στη βάση πραγματικών σχέσεων που προϋπήρχαν, και που ανάμεσά τους οι οικονομικές συνθήκες, όσο κι αν επηρεάζονται από τις υπόλοιπες πολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες, είναι ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση, οι αποφασιστικές και αποτελούν τον κόκκινο μίτο που περνά μέσα απ' όλες και που μόνον αυτός οδηγεί στην κατανόηση.
β) Οι ίδιοι οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους, την κάνουν όμως ως τώρα όχι με συλλογική θέληση, σύμφωνα μ' ένα γενικό σχέδιο, ούτε καν μέσα στα πλαίσια μιας καθορισμένης, δοσμένης κοινωνίας. Οι προσπάθειές τους διασταυρώνονται, κι ακριβώς γι' αυτό σ' όλες αυτές τις κοινωνίες κυριαρχεί η αναγκαιότητα, που ολοκλήρωση και μορφή έκφρασής της είναι η σύμπτωση.
Η αναγκαιότητα που επιβάλλεται εδώ, μέσα από κάθε λογής συμπτώσεις, είναι πάλι, σε τελευταία ανάλυση, η οικονομική αναγκαιότητα. Και δω φτάνουμε στην εξέταση του ζητήματος των λεγόμενων μεγάλων ανδρών. Οτι κάποιος, κι ακριβώς αυτός ο μεγάλος άνδρας εμφανίζεται σε τούτη την ορισμένη εποχή, σ' αυτή τη δοσμένη χώρα, είναι φυσικά καθαρή σύμπτωση. Αν όμως τον σβήσουμε, τότε ζητείται αντικαταστάτης του, κι αυτός ο αντικαταστάτης βρίσκεται tant, bien que mal1, μα βρίσκεται με τον καιρό. Οτι ο Ναπολέοντας, ακριβώς αυτός ο Κορσικανός, ήταν ο στρατιωτικός δικτάτορας που τον έκανε απαραίτητο η εξαντλημένη από το δικό της πόλεμο Γαλλική Δημοκρατία, αυτό ήταν σύμπτωση. Οτι όμως, αν έλειπε ένας Ναπολέοντας, ένας άλλος θα είχε πάρει τη θέση του, αυτό αποδείχνεται από το γεγονός ότι βρισκόταν πάντα ο άνθρωπος μόλις χρειαζόταν: ο Καίσαρας, ο Αύγουστος, ο Κρόμβελ κτλ. Αν ο Μαρξ ανακάλυψε την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο Τιερί, ο Μινιέ, ο Γκιζό και όλοι οι Αγγλοι ιστορικοί ως το 1850 αποδείχνουν ότι τα πράγματα έτειναν σ' αυτήν, κι η ανακάλυψη της ίδιας αντίληψης από τον Μόργκαν, αποδείχνει ότι ο καιρός ήταν ώριμος γι' αυτήν και ότι ακριβώς έπρεπε να ανακαλυφθεί.
Το ίδιο γίνεται και με όλες τις άλλες συμπτώσεις και τις φαινομενικές συμπτώσεις στην ιστορία. Οσο περισσότερο ο τομέας που μελετάμε απομακρύνεται από τον οικονομικό και πλησιάζει στον καθαρά αφηρημένο ιδεολογικό, τόσο περισσότερο θα βρίσκουμε ότι παρουσιάζει στην εξέλιξή του συμπτώσεις, τόσο περισσότερο η καμπύλη του διαγράφει ζικ-ζακ. Αν όμως χαράξετε τον μέσο άξονα της καμπύλης, θα δείτε ότι όσο μακρύτερη είναι η εξεταζόμενη περίοδος κι όσο μεγαλύτερο το μελετώμενο πεδίο, τόσο περισσότερο αυτός ο άξονας είναι παράλληλος με τον άξονα της οικονομικής ανάπτυξης.
Στη Γερμανία, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη σωστή κατανόηση είναι η ανεύθυνη παραμέληση της οικονομικής ιστορίας στη φιλολογία. Είναι πολύ δύσκολο να ξεσυνηθίσει κανείς τις αντιλήψεις για την ιστορία που του μπάσαν στο κεφάλι του όταν φοιτούσε στο σχολειό, μα ακόμα πιο δύσκολο είναι να συγκεντρώσει το υλικό που χρειάζεται γι' αυτό. Ποιος λ.χ. έχει διαβάσει έστω και μόνο το γέρο Γκ. φον Γκίλιχ, που στη συλλογή του, που αποτελείται από στεγνά στοιχεία, έχει ωστόσο τόσο υλικό για την εξήγηση αναρίθμητων πολιτικών γεγονότων!
Αλλωστε, το ωραίο παράδειγμα που έδωσε ο Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ» θα πρέπει, νομίζω, να σας απαντά αρκετά στα ερωτήματά σας, ακριβώς γιατί είναι ένα πρακτικό παράδειγμα.
Πιστεύω επίσης ότι έχω θίξει κιόλας τα περισσότερα σημεία στο «Αντι-Ντύρινγκ», Ι, κεφ. 9-11, και ΙΙ κεφ. 2-4, καθώς και ΙΙΙ, κεφ. 1 ή στην εισαγωγή και ύστερα στο τελευταίο μέρος του «Φόϊερμπαχ».
Παρακαλώ να μην ψιλοκοσκινίσετε την κάθε λέξη από τα παραπάνω, μα να έχετε πάντα υπόψη τη συνοχή. Λυπάμαι που δεν έχω τον καιρό να σας τα γράψω επεξεργασμένα με την ίδια ακρίβεια που θα ήμουνα υποχρεωμένος να τα γράψω για τη δημοσιότητα...
Φρίντριχ Ενγκελς


Ο αντικειμενιστής μιλάει για την αναγκαιότητα ενός δοσμένου ιστορικού προτσές. Ο υλιστής διαπιστώνει με ακρίβεια το δοσμένο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και τις ανταγωνιστικές σχέσεις που γεννά.
Ο αντικειμενιστής αποδείχνοντας την αναγκαιότητα μιας δοσμένης σειράς γεγονότων, κινδυνεύει πάντα να ξεστρατίσει προς την άποψη του απολογητή αυτών των γεγονότων. Ο υλιστής ξεσκεπάζει τις ταξικές αντιθέσεις κι έτσι καθορίζει την άποψή του.
Ο αντικειμενιστής μιλάει για «ακατανίκητες τάσεις στην ιστορική εξέλιξη». Ο υλιστής μιλάει για την τάξη εκείνη που «διευθύνει» ένα δοσμένο οικονομικό καθεστώς, δημιουργώντας ορισμένες μορφές αντίδρασης των άλλων τάξεων.
Έτσι ο υλιστής, από τη μια μεριά, είναι πιο συνεπής από τον αντικειμενιστή και εφαρμόζει τον αντικειμενισμό του πιο βαθιά και πιο πλέρια. Δεν περιορίζεται να τονίζει την αναγκαιότητα του προτσές, αλλά διασαφηνίζει ποιος ακριβώς κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός δίνει περιεχόμενο σ αυτό το προτσές, ποια ακριβώς τάξη καθορίζει αυτή την αναγκαιότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση λ.χ. ο υλιστής δεν θα αρκούνταν να διαπιστώσει τις «ακατανίκητες τάσεις στην ιστορική εξέλιξη», αλλά θα τόνιζε ότι υπάρχουν ορισμένες τάξεις που καθορίζουν το περιεχόμενο αυτού του καθεστώτος και αποκλείουν τη δυνατότητα άλλης διεξόδου, έξω από τη δράση των ίδιων των παραγωγών.
Από την άλλη μεριά, ο υλισμός συνεπάγεται μπορούμε να πούμε, την κομματικότητα, υποχρεώνοντας κάθε φορά που δίνεται η εκτίμηση ενός γεγονότος, ν ακολουθείται άμεσα και ανοιχτά η άποψη μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας.

Το βασικό χαρακτηριστικό των συλλογισμών του συγγραφέα, που το τονίσαμε απ την αρχή, είναι ο στενός αντικειμενισμός του – που περιορίζεται στο ν αποδείξει το αναπόφευκτο και την αναγκαιότητα του προτσές και που δεν προσπαθεί ν αποκαλύψει σε κάθε συγκεκριμένο στάδιο αυτού του προτσές, τη μορφή του ταξικού ανταγωνισμού που προσιδιάζει σ αυτό – αντικειμενισμός που χαρακτηρίζει το προτσές γενικά, κι όχι τις ανταγωνιστικές τάξεις χωριστά, που από την πάλη τους διαμορφώνεται αυτό το προτσές.

Ο ντετερμινισμός όχι μόνο δεν προϋποθέτει τη μοιρολατρεία, αλλά απεναντίας, δημιουργεί ίσα-ίσα έδαφος για λογική δράση.
(Λένιν, τ. 1, «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού»).


Πάνω στη δοσμένη οικονομική βάση της ρωσικής επανάστασης είναι αντικειμενικά δυνατές δυο βασικές γραμμές ανάπτυξης και έκβασής της:
Ή η παλιά τσιφλικάδικη οικονομία, που συνδέεται με χιλιάδες νήματα με τη δουλοπαροικία, διατηρείται και μετατρέπεται σιγά-σιγά σε καθαρά καπιταλιστική «γιουνκερική» οικονομία. Ή την παλιά τσιφλικάδικη οικονομία τη συντρίβει η επανάσταση, που καταστρέφει όλα τα υπολείμματα της δουλοπαροικίας και πριν απ όλα τη μεγάλη γαιοκτησία.
Είναι δυνατό φυσικά να γίνουν άπειροι συνδυασμοί στοιχείων του άλφα ή του βήτα τύπου κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης.
(Λένιν, τ. 3, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία»).

Γενικά τα μπολσεβίκικα συνθήματα και ιδέες έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως απ την ιστορία, συγκεκριμένα όμως τα πράγματα διαμορφώθηκαν διαφορετικά απ ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς, πιο πρωτότυπα, πιο ιδιόμορφα, πιο ποικιλόμορφα.
…επαναλαμβάνουν αβασάνιστα μια αποστηθισμένη διατύπωση, αντί να μελετήσουν την ιδιομορφία της νέας, της ζωντανής πραγματικότητας.
Η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς έχει ήδη πραγματοποιηθεί στη ρωσική επανάσταση, γιατί η διατύπωση αυτή προβλέπει μόνο το συσχετισμό των τάξεων και όχι το συγκεκριμένο πολιτικό θεσμό, που πραγματώνει αυτό το συσχετισμό. Το Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, να η πραγματοποιημένη ήδη απ τη ζωή επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Η διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε απ το βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη συγκεκριμενοποίησε και έτσι την τροποποίησε. Ο μαρξιστής πρέπει να μπαίρνει υπόψη του τη ζωντανή πραγματικότητα, τα ακριβή γεγονότα της πραγματικότητας και όχι να εξακολουθεί να αγκιστρώνεται απ τη θεωρία του χθες, που όπως και κάθε θεωρία, στην καλύτερη περίπτωση προδιαγράφει απλώς το βασικό, το γενικό, πλησιάζει απλώς στη σύλληψη της πολυπλοκότητας της ζωής.
(Λένιν, τ. 31, «Γράμματα για την τακτική-εκτίμηση της στιγμής»).

Ο καθένας ξέρει ότι ο επιστημονικός σοσιαλισμός δεν χάραξε ποτέ κανενός είδους προοπτικές για το μέλλον. Περιορίστηκε στην ανάλυση του σύγχρονου αστικού καθεστώτος, στη μελέτη των τάσεων εξέλιξης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνικής οργάνωσης, και τίποτε περισσότερο.
«Εμείς δεν λέμε στον κόσμο, έγραφε ο Μάρξ ακόμα από το 1843, «πάψε να παλαίβεις, όλος ο αγώνας σου δεν έχει κανένα νόημα». Εμείς του δίνουμε το αληθινό σύνθημα του αγώνα. Εμείς δείχνουμε απλώς στον κόσμο για ποιο πράγμα στην ουσία αγωνίζεται. Όσο για τη συνείδηση, είναι ένα πράγμα, που ο κόσμος θα το αποχτήσει το δίχως άλλο, είτε το θέλει είτε όχι.
Ο καθένας ξέρει λ.χ. ότι «Το κεφάλαιο», αυτό το κύριο και βασικό έργο, που εκθέτει τον επιστημονικό σοσιαλισμό, περιορίζεται στους πιο γενικούς υπαινιγμούς για το μέλλον και δεν ερευνά παρά μόνο τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα και μέσα από τα οποία βγαίνει το μελλοντικό καθεστώς.
(Λένιν, τ. 1, «Τι είναι οι φίλοι του λαού»).


Υπάρχει μια εξέλιξη που έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και μπορεί να μελετηθεί και να χαραχτεί μια πορεία στο μέλλον. Οι ενεργοί όμως παράγοντες που παρεμβαίνουν στην εξέλιξη, έχουν δυνατότητες και το πώς θ αναπτύξουν αυτές τις δυνατότητες και πόσο θα παρέμβουν και θα διαμορφώσουν την εξέλιξη, αυτό δεν μπορεί εκ των προτέρων να προβλεφθεί, να διασφαλιστεί και να αντικειμενοποιηθεί. Αυτή είναι η δημιουργικότητα, η πρωτοτυπία, η φαντασία και το απρόβλεπτο της πραγματικής ζωής. Αλλιώς: μπορούμε να προβλέψουμε το σκελετό της εξέλιξης. Η πραγματική όμως διαμόρφωσή της, είναι οι ιστοί που θα πλαισιώσουν τον σκελετό, που θα κρίνουν τι πρόσημο θα έχουν, που θα τον οδηγήσουν, τι μορφή θα δώσουν». 
(Γιώργος Παπανικολάου, «Μια θεμελιώδης αντίφαση - σημασία της δημοκρατίας στον σημερινό κόσμο»). 


«Η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα, μα καθοδήγηση για δράση», έτσι έλεγαν πάντα ο Μάρξ και ο Ένγκελς, που δίκαια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη «διατυπώσεων», ικανών στην καλύτερη περίπτωση μόνο να προδιαγράφουν τα γενικά καθήκοντα, που τροποποιούνται αναπόφευκτα από τη συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική κατάσταση της κάθε ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές.
Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας απ τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης, είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης. Σε τι συνίσταται το πρώτο στάδιο (της επανάστασής μας); Στο πέρασμα της κρατικής εξουσίας στην αστική τάξη. Μ αυτή την έννοια, η αστική ή αστικοδημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία, τελείωσε.
Μα (ακούγονται οι διαφωνούντες) «δεν λέγαμε πάντα πως η αστικοδημοκρατική επανάσταση τελειώνει μόνο με την επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς;
Γενικά, τα μπολσεβίκικα συνθήματα και ιδέες έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως απ την ιστορία, συγκεκριμένα όμως, τα πράγματα διαμορφώθηκαν διαφορετικά, απ ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς, πιο πρωτότυπα, πιο ιδιόμορφα, πιο ποικιλόμορφα. Το να αγνοείς αυτό το γεγονός, θα σήμαινε ότι εξομοιώνεσαι με κείνους τους «παλιούς μπολσεβίκους», που πολλές φορές ήδη έπαιξαν θλιβερό ρόλο στην ιστορία του κόμματός μας, επαναλαμβάνοντας αβασάνιστα μια αποστηθισμένη διατύπωση, αντί να μελετήσουν την ιδιομορφία της νέας, της ζωντανής πραγματικότητας.
Η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, έχει ήδη πραγματοποιηθεί στη ρωσική επανάσταση, γιατί η «διατύπωση» αυτή προβλέπει μόνο το συσχετισμό των τάξεων, και όχι το συγκεκριμένο πολιτικό θεσμό που πραγματώνει αυτό το συσχετισμό, αυτή τη συνεργασία. Το Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, να η πραγματοποιημένη ήδη απ τη ζωή επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς.
Η διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε απ το βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη συγκεκριμενοποίησε και έτσι την τροποποίησε.
Στην ημερήσια διάταξη μπήκε ήδη ένα διαφορετικό, ένα νέο καθήκον: η διάσπαση στο εσωτερικό αυτής της διακτατορίας ανάμεσα στα προλεταριακά στοιχεία και στα μικρονοικοκυρίστικα ή μικροαστικά.
Ο μαρξιστής πρέπει να παίρνει υπόψη του τη ζωντανή πραγματικότητα, τα ακριβή γεγονότα της πραγματικότητας, και όχι να εξακολουθεί να αγκιστρώνεται απ τη θεωρία του χθες, που όπως και κάθε θεωρία, στην καλύτερη περίπτωση, προδιαγράφει απλώς το βασικό, το γενικό, πλησιάζει απλώς στη σύλληψη της πολυπλοκότητας της ζωής.
Κατά την παλιά αντίληψη προκύπτει πως: ύστερα απ την κυριαρχία της αστικής τάξης, μπορεί και πρέπει ν ακολουθήσει η κυριαρχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, η δικατατορία τους.
Στη ζωντανή όμως πραγματικότητα, τα πράγματα ήρθαν ήδη διαφορετικά. Προέκυψε μια εξαιρετικά πρωτότυπη, νέα, πρωτοείδωτη σύμπλεξη του ενός με το άλλο. Υπάρχουν δίπλα, ταυτόχρονα και η κυριαρχία της αστικής τάξης, και η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, που παραδίνει θεληματικά την εξουσία στην αστική τάξη.
Το γεγονός αυτό δεν χωράει στα παλιά σχήματα. Πρέπει να ξέρει κανείς να προσαρμόζει τα σχήματα στη ζωή, και όχι να επαναλαμβάνει λέξεις για «δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» γενικά, λέξεις που έχασαν κάθε νόημα.
Ο μαρξιστής δεν πρέπει να ξεφεύγει απ την ακριβή βάση της ανάλυσης των ταξικών σχέσεων. Στην εξουσία βρίσκεται η αστική τάξη. Αλλά μήπως και η μάζα των αγροτών δεν αποτελεί επίσης αστική τάξη διαφορετικού στρώματος, διαφορετικού είδους, διαφορετικού χαρακτήρα; Από πού βγαίνει ότι αυτό το στρώμα δεν μπορεί να έρθει στην εξουσία «αποτελειώνοντας» την αστικοδημοκρατική επανάσταση; Έτσι σκέφτονται συχνά οι παλιοί μπολσεβίκοι.
Απαντώ: αυτό είναι πολύ πιθανό. Ο μαρξιστής όμως, στην εκτίμηση της στιγμής, δεν πρέπει να ξεκινά απ το πιθανό, αλλά απ το πραγματικό. Και η πραγματικότητα μας παρουσιάζει το γεγονός ότι οι ελεύθερα εκλεγμένοι στρατιώτες και αγρότες βουλευτές συμμετέχουν ελεύθερα στη δεύτερη, την παράπλευρη κυβέρνηση και άλλο τόσο ελεύθερα παραδίνουν την εξουσία στην αστική τάξη (εμείς πάντα λέγαμε ότι η αστική τάξη κρατιέται όχι μόνο με τη βία, αλλά και με την έλλειψη συνειδητότητας, τη ρουτίνα, την αποβλάκωση και την ανοργανωσιά των μαζών). Μπροστά στη σημερινή ρπαγματικότητα είναι στ αλήθεια γελοίο ν αγνοείς το γεγονός και να μιλάς για «πιθανότητες».
Είναι πιθανό η αγροτιά να πάρει όλη τη γη και όλη την εξουσία (εγώ δεν παραβλέπω αυτή τη δυνατότητα). Είναι όμως πιθανό και το άλλο: οι αγρότες να διατηρήσουν τη συμφωνία τους με την αστική τάξη, όχι μόνο τυπικά, μα και ουσιαστικά. Πολλά τα πιθανά. Θα ήταν όμως λάθος να ξεχνάμε την πραγματικότητα που μας παρουσιάζει το γεγονός της συμφωνίας ή το γεγονός της ταξικής συνεργασίας της αστικής τάξης και της αγροτιάς. Όταν το γεγονός αυτό πάψει να είναι γεγονός, όταν η αγροτιά ξεκόψει απ την αστική τάξη, τότε αυτό θα είναι ένα νέο στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, και γι αυτό θα γίνει λόγος ιδιαίτερα. Ο μαρξιστής που εξαιτίας της δυνατότητας ενός τέτοιου μελλοντικού σταδίου, θα ξεχνούσε τις υποχρεώσεις του σήμερα, τώρα που η αγροτιά συμφωνεί με την αστική τάξη, θα μεταβαλλόταν σε μικροαστό, επειδή στην πράξη θα καλλιεργούσε την εμπιστοσύνη προς τους μικροαστούς.
Είναι άγνωστο αν μπορεί τώρα να υπάρξει ακόμη στη Ρωσία μια ιδιαίτερη «επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ξεκομμένη απ την αστική κυβέρνηση. Και δεν επιτρέπεται να βασίζουμε την μαρξιστική τακτική στο άγνωστο. Αν όμως αυτό μπορεί ακόμη να συμβεί, τότε ο δρόμος που οδηγεί σ αυτό είναι ένας και μόνο ένας: άμεσος, αποφασιστικός, αμετάκλητος διαχωρισμός των προλεταριακών, κομμουνιστικών στοιχείων του κινήματος απ τα μικροαστικά. Μόνο η συσπείρωση των προλετάριων, απαλλαγμένων στην πράξη και όχι στα λόγια απ την επιρροή των μικροαστών, είναι ικανή να κάνει τόσο «πυρακτωμένο» το έδαφος κάτω απ τα πόδια των μικροαστών, που ν αναγκαστούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να πάρουν την εξουσία.
Όποιος καθοδηγείται στη δράση του μόνο απ τη διατύπωση: «η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει», είναι σαν να εγγυάται έτσι πως οι μικροαστοί είναι ασφαλώς ικανοί να τραβήξουν ανεξάρτητα απ την αστική τάξη. Αυτός παραδίνεται έτσι ανίσχυρος τη στιγμή αυτή, στο έλεος των μικροαστών.
(Λένιν, τ. 31, σελ. 132-144, «Εκτίμηση της στιγμής»).


Ωφέλιμο δίδαγμα θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να είναι αυτό που έγινε με τους πολύ ευρυμαθείς, επιστήμονες μαρξιστές και αφοσιωμένους στο σοσιαλισμό αρχηγούς της ΙΙ διεθνούς, όπως είναι ο Κάουτσκι, ο όττο Μπάουερ κ.α. Είχαν πλήρη επίγνωση της ανάγκης μιας ευλύγιστης τακτικής, είχαν μάθει οι ίδιοι και δίδασκαν και στους άλλους τη διαλεκτική του Μάρξ (και πολλά από εκείνα που έκαναν σ αυτό τον τομέα θα μείνουν για πάντα πολύτιμο απόκτημα της σοσιαλιστικής φιλολογίας), στην εφαρμογή όμως αυτής της διαλεκτικής έκαναν τέτοιο λάθος ή αποδείχθηκαν στην πράξη τόσο μη διαλεκτικοί, αποδείχθηκαν άνθρωποι σε τέτοιο βαθμό ανίκανοι να υπολογίσουν τη γρήγορη αλλαγή των μορφών και το γρήγορο γέμισμα των παλιών μορφών με καινούργιο περιεχόμενο, που η τύχη τους δεν είναι πολύ πιο αξιοζήλευτη από την τύχη του Χάϊντμαν, του Γκέντ και του Πλεχάνοφ. Η βασική αιτία της χρεοκοπίας τους ήταν ότι, «καρφώνοντας τα μάτια» σε μια ορισμένη μορφή ανάπτυξης του εργατικού κινήματος και του σοσιαλισμού, ξεχνούσαν το μονόπλευρο χαρακτήρα της, φοβούνταν να δουν το απότομο εκείνο σπάσιμο, που οι αντικειμενικές συνθήκες το καθιστούσαν αναπόφευκτο και εξακολουθούσαν να επαναλαβαίνουν απλές, αποστηθισμένες, τόσο αναμφισβήτητες από πρώτη ματιά αλήθειες, όσο και ότι το τρία είναι μεγαλύτερο από το δύο. Η πολιτική όμως μοιάζει πολύ περισσότερο με την άλγεβρα παρά με την αριθμητική και πολύ περισσότερο με τα ανώτερα μαθηματικά παρά με τα κατώτερα. Στην πραγματικότητα όλες οι παλιές μορφές του σοσιαλιστικού κινήματος γέμισαν με καινούργιο περιεχόμενο, μπροστά από τους αριθμούς παρουσιάστηκε γι αυτό το λόγο ένα καινούργιο σημείο, το «πλήν», ενώ οι σοφοί μας εξακολουθούσαν (και εξακολουθούν) με πείσμα να βεβαιώνουν τον εαυτό τους και τους άλλους ότι το «πλήν τρία» είναι μεγαλύτερο από το «πλήν δύο».
(Λένιν, τ. 41, σελ 87-88, «Αριστερισμός, παιδική αρρώστεια του κομμουνισμού»).


Ο Προυντόν πάλι προσπαθεί να παρουσιάσει το πραξικόπημα σαν αποτέλεσμα της ιστορικής ανάπτυξης που προηγήθηκε. Απαρατήρητα όμως, η ιστορική έκθεση του πραξικοπήματος μετατρέπεται σε μια ιστορική απολογία του ήρωά του. Πέφτει έτσι στο λάθος που κάνουν οι λεγόμενοι αντικειμενικοί ιστορικοί μας.
Εγώ, αντίθετα, αποδείχνω πως η πάλη των τάξεων στη Γαλλία δημιούργησε τέτοιες συνθήκες και σχέσεις, που έδωσαν τη δυνατότητα σ ένα μέτριο και γελοίο πρόσωπο, να παίξει το ρόλο του ήρωα.
(Μάρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»).



Ο ρόλος της προσωπικότητας. 
Ο συγγραφέας μας υποκαθιστά με τον μηχανιστικό ντετερμινισμό την διαλεκτική δημιουργία των ιστορικών διαδικασιών. 
Από δω οι φτηνές σκάντζες για το ρόλο των προσώπων, καλών και κακών. Η ιστορία είναι μια διαδικασία της πάλης των τάξεων. Αλλά οι τάξεις δεν φέρουν το πλήρες βάρος τους αυτόματα και ταυτόχρονα. 
Στη διαδικασία της πάλης των τάξεων δημιουργούνται διάφορα όργανα που παίζουν έναν σημαντικό και ανεξάρτητο ρόλο και είναι υποκείμενα σε παραμορφώσεις. Αυτό επίσης παρέχει τη βάση για το ρόλο των προσωπικοτήτων στην ιστορία. 
Υπάρχουν φυσικά μεγάλες αντικειμενικές αιτίες που δημιούργησαν τον απολυταρχικό ρόλο του Χίτλερ αλλά μόνο ένας αμβλύνους δογματιστής του «ντετερμινισμού» θα μπορούσε ν αρνηθεί σήμερα τον τεράστιο ιστορικό ρόλο του Χίτλερ. Η άφιξη του Λένιν στην Πετρούπολη στις 3 Απρίλη 1917 έβαλε μέσα στις εξελίξεις το μπολσεβίκικο κόμμα και το κατέστησε ικανό να οδηγήσει την επανάσταση στη νίκη. 
Οι σοφοί μας μπορεί να πουν ότι εάν ο Λένιν είχε πεθάνει πριν τις αρχές του 1917, η οκτωβριανή επανάσταση θα εξελίσσονταν με «ακριβώς τον ίδιο τρόπο». Αλλά αυτό δεν είναι έτσι. 
Ο Λένιν αντιπροσώπευε ένα από τα ζωτικά στοιχεία της ιστορικής διαδικασίας. Αυτός ενσάρκωνε την εμπειρία και τη διορατικότητα του περισσότερο ενεργού τμήματος του προλεταριάτου.
Η έγκαιρη εμφάνισή του στην αρένα της επανάστασης ήταν αναγκαία για να κινητοποιήσει την εμπροσθοφυλακή και να της παράσχει τη δυνατότητα ν ανασυντάξει την εργατική τάξη και τις αγροτικές μάζες.
Η πολιτική ηγεσία στις κρίσιμες στιγμές των ιστορικών καμπών μπορεί να γίνει τόσο αποφασιστικός παράγοντας, όσο είναι ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης κατά τη διάρκεια των κρίσιμων στιγμών του πολέμου. 
Η ιστορία δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία.
Αλλιώς, προς τι οι ηγέτες; Προς τι τα κόμματα; Προς τι τα προγράμματα; Προς τι οι θεωρητικοί αγώνες; 
(Τρότσκι, «Τάξη, κόμμα και ηγεσία»). 


Σε επαναστατικούς καιρούς, τα όρια του δυνατού ευρύνονται χιλιάδες φορές.
(Λένιν, τα. 31, σελ 37).


Ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα, μπορεί να παραμείνει τελείως υποταγμένος στην εποχή της αργής οργανικής εξέλιξης, εποχή που δεν μπορεί κανείς  «να πηδήξει πάνω απ τα στάδια». Ενώ όταν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις είναι ώριμες, τότε το κλειδί ολόκληρου του ιστορικού προτσές περνάει στα χέρια του υποκειμενικού παράγοντα, δηλ στα χέρια του κόμματος. Ο οπορτουνισμός που ζει συνειδητά ή ασυνείδητα κάτω απ την υποβολή της περασμένης εποχής, έχει την τάση να υποτιμάει πάντα το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα.
(Τρότσκι, «Η στρατηγική και η τακτική στην ιμπεριαλιστική εποχή»).


Η επανάσταση του Οκτώβρη ήταν το αποτέλεσμα της ειδικής σχέσης των ταξικών δυνάμεων στη Ρωσία και σε ολόκληρο τον κόσμο, και της ιδιαίτερης ανάπτυξης που είχαν πάρει αυτές οι δυνάμεις στο προτσές του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η γενική αυτή θέση είναι στοιχειώδης για έναν μαρξιστή. Ωστόσο δεν θα εναντιωνόταν καθόλου στο μαρξισμό αν έθετε κανείς το παρακάτω, λόγου χάρη, ερώτημα: θα είχαμε κατακτήσει την εξουσία τον Οκτώβρη, αν ο Λένιν δεν κατόρθωνε να φτάσει στη Ρωσία την κατάλληλη στιγμή: Πολλά σημάδια δείχνουν πως δεν θα μπορούσαμε να την κατακτήσουμε. Η αντίσταση ήταν σθεναρή ακόμα και μπροστά στον Λένιν, στα ανώτατα στρώματα του Κόμματος (στρώματα που, ας το πούμε με την ευκαιρία, ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό τα ίδια μ' αυτά που καθορίζουν σήμερα την πολιτική). Η αντίσταση αυτή θα ήταν άπειρα πιο ισχυρή αν δεν ήταν εκεί ο Λένιν. Το Κόμμα δεν θα είχε μπορέσει να υιοθετήσει την απαιτούμενη πολιτική και να πάρει έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα -και είχαμε στη διάθεση μας πολύ λίγο χρόνο. Σε παρόμοιες περίοδες, λίγες μέρες είναι καμιά φορά αποφασιστικές. Οι εργατικές μάζες θα εξασκούσαν την πίεση τους από τα κάτω με μεγάλο ηρωισμό, αλλά χωρίς μια ηγεσία που θα προχωρούσε συνειδητά και με αποφασιστικότητα προς το σκοπό, η νίκη θα είχε πολύ λίγες πιθανότητες επιτυχίας. Στο μεταξύ, αφού θα εγκατέλειπε την Πετρούπολη στους Γερμανούς και θα τσάκιζε τις σποραδικές προλεταριακές εξεγέρσεις, η μπουρζουαζία θα μπορούσε να σταθεροποιήσει την εξουσία της παίρνοντας πιθανότητα μια βοναπαρτιστική μορφή, κλείνοντας χωριστή ειρήνη με τη Γερμανία και υιοθετώντας άλλα μέτρα. Έτσι, ολόκληρη η πορεία των γεγονότων θα μπορούσε για μια ολόκληρη σειρά χρόνια να ακολουθήσει άλλο δρόμο.
(Τρότσκι, «Η στρατηγική και η τακτική στην ιμπεριαλιστική εποχή»).


Ο ναρόντνικος βεβαιώνει ότι είναι ρεαλιστής. «Την ιστορία τη φτιάχνουν οι ζωντανές «προσωπικότητες», κι εγώ, λέει ο ναρόντνικος, αρχίζω ακριβώς από τα «αισθήματα» του βιοτέχνη που είναι αρνητικά διατεθειμένος απέναντι στο σημερινό καθεστώς και από τις σκέψεις του για την οργάνωση ενός καλύτερου καθεστώτος, ενώ ο μαρξιστής μιλάει για κάποια αναγκαιότητα και για κάποιο αναπόφευκτο. Είναι μυστικιστής και μεταφυσικός.
Πραγματικά, απαντάει αυτός ο μυστικιστής, την ιστορία τη φτιάχνουν οι «ζωντανές προσωπικότητες», κι εγώ, εξετάζοντας το ζήτημα: γιατί στη βιοτεχνία οι κοινωνικές σχέσεις διαμορφώθηκαν έτσι κι όχι αλλιώς (εσείς ούτε καν θέσατε αυτό το πρόβλημα!), εξέτασα ακριβώς το ζήτημα, πως οι «ζωντανές προσωπικότητες» έφτιαξαν κι εξακολουθούν να φτιάχνουν την ιστορία τους. κι εγώ κρατούσα στα χέρια το ασφαλές κριτήριο ότι έχω να κάνω με «ζωντανά», πραγματικά πρόσωπα, με πραγματικές σκέψεις και πραγματικά αισθήματα:το κριτήριο αυτό συνίστατο στο γεγονός ότι οι «σκέψεις και τα αισθήματά» τους είχαν εκφραστεί πια σε πράξεις, είχαν δημιουργήσει ορισμένες κοινωνικές σχέσεις.
Είναι αλήθεια ότι εγώ δεν λέω ποτέ ότι «την ιστορία τη φτιάχνουν οι ζωντανές προσωπικότητες» (γιατί μου φαίνεται ότι πρόκειται για λόγια χωρίς περιεχόμενο). Μελετώντας όμως τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις και την πραγματική τους ανάπτυξη, μελετώ ίσα-ίσα το προϊόν της δράσης των ζωντανών προσώπων.

Ο υλιστής κοινωνιολόγος, που σαν αντικείμενο της μελέτης του παίρνει ορισμένες κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, μελετάει ταυτόχρονα και τις πραγματικές προσωπικότητες, από τις πράξεις των οποίων απαρτίζονται αυτές οι σχέσεις.
Ο υποκειμενιστής κοινωνιολόγος, που ο συλλογισμός του ξεκινάει δήθεν απ τις «ζωντανές προσωπικότητες», στην πραγματικότητα αρχίζει αποδίδοντας σ αυτές τις προσωπικότητες «σκέψεις και αισθήματα» που τα θεωρεί ορθολογικά (γιατί, απομονώνοντας τις «προσωπικότητές» του από τη συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση, χάνει έτσι τη δυνατότητα να μελετήσει τις πραγματικές τους σκέψεις και τα πραγματικά τους αισθήματα), δηλ. «αρχίζει με μια ουτοπία».
Εκφέροντας τις κρίσεις τους για την «προσωπικότητα» οι υποκειμενιστές, καθόριζαν το περιεχόμενο αυτής της έννοιας (δηλ. τις «σκέψεις και τα αισθήματα» αυτής της προσωπικότητας, τις κοινωνικές της πράξεις) a priori (εκ των προτέρων, κατά τρόπο ανεπίδεκτο κριτικής διερεύνησης), αντικαθιστούσαν δηλ. τη «μελέτη της κοινωνικής ομάδας» με τις ουτοπίες τους.
Στους συλλογισμούς τους οι υποκειμενιστές ναρόντνικοι ξεκινούν από τα «ιδανικά», χωρίς να σκεφτούν καθόλου ότι τα ιδανικά αυτά μπορούσαν να είναι απλώς μια ορισμένη αντανάκλαση της πραγματικότητας, ότι συνεπώς είναι απαραίτητο να επαληθευτούν με γεγονότα, να αναχθούν σε γεγονότα.

Οι συλλογισμοί των υποκειμενιστών  για «κοινωνία» γενικά, αντικαταστάθηκαν με τη μελέτη των καθορισμένων μορφών συγκρότησης της κοινωνίας.
Οι πράξεις των «ζωντανών προσώπων» μέσα στα πλαίσια κάθε τέτοιου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, πράξεις απεριόριστης ποικιλίας, γενικεύτηκαν και ανάχθηκαν στις πράξεις ομάδων προσώπων, που ξεχώριζαν μεταξύ τους όσον αφορά το ρόλο που έπαιζαν μέσα στο σύστημα των σχέσεων παραγωγής, όσον αφορά τους όρους παραγωγής και συνεπώς τους όρους της ζωής τους, και όσον αφορά τα συμφέροντα που καθορίζονται απ αυτούς τους όρους, με δυο λόγια, στις πράξεις των τάξεων, που η πάλη τους καθόριζε την ανάπτυξη της κοινωνίας.
Έτσι ανατράπηκε η παιδικά αφελής, καθαρά μηχανιστική άποψη των υποκειμενιστών για την ιστορία, που ικανοποιούνταν με τη θέση ότι την ιστορία τη φτιάχνουν τα ζωντανά πρόσωπα και δεν θέλανε να ξεδιαλύνουν από ποιες κοινωνικές συνθήκες και πως ακριβώς καθορίζεται η δράση τους. ο υποκειμενισμός αντικαταστάθηκε με την αντίληψη ότι το κοινωνικό προτσές είναι ένα φυσικοϊστορικό προτσές.

Το ζήτημα έπρεπε να τοποθετηθεί ολοκληρωτικά στο έδαφος της ρωσικής πραγματικότητας, στο έδαφος της εξήγησης εκείνου που υπάρχει και της εξήγησης των λόγων για τους οποίους υπάρχει έτσι κι όχι διαφορετικά: σκόπιμα οι ναρόντνικοι στήριζαν όλη την κοινωνιολογία τους πάνω στο τι «μπορεί να γίνει» κι όχι πάνω στην ανάλυση της πραγματικότητας.
(Λένιν, τ. 1, «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού»).


Το ιστορικό προτσές της πάλης των εχθρικών δυνάμεων έχει αντικατασταθεί από την εξέλιξη του Μπολσεβικισμού στο κενό. Ο Μπολσεβικισμός, όμως, δεν είναι παρά μια πολιτική τάση στενά συνδεδεμένη με την εργατική τάξη, αλλά όχι ταυτόσημη με αυτήν. Και πέρα από την εργατική τάξη, υπάρχουν στην Σοβιετική Ένωση, εκατό εκατομμύρια χωρικοί, διάφορες εθνότητες, και μια κληρονομιά καταπίεσης, αθλιότητας και αμάθειας. Το κράτος που χτίστηκε από τους Μπολσεβίκους αντανακλά όχι μόνο τη σκέψη και τη θέληση του Μπολσεβικισμού, αλλά και το πολιτιστικό επίπεδο της χώρας, την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, την πίεση ενός βάρβαρου παρελθόντος και ενός όχι λιγότερο βάρβαρου παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Το να παρουσιάζει κανείς το προτσές του εκφυλισμού του Σοβιετικού κράτους σαν την εξέλιξη του καθαρού Μπολσεβικισμού, είναι σαν να αγνοεί την κοινωνική πραγματικότητα, στο όνομα ενός από τα στοιχεία της, απομονωμένου με την καθαρή λογική. Αρκεί να αποκαλέσει κανείς με το πραγματικό του όνομα το στοιχειώδες αυτό λάθος, για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος του.
Όπως και να ΄χει, ο Μπολσεβικισμός δεν ταυτίστηκε ποτέ με την Οχτωβριανή Επανάσταση ή με το Σοβιετικό κράτος που προέκυψε απ΄ αυτήν. Ο Μπολσεβικισμός θεωρούσε τον εαυτό του σαν έναν από τους παράγοντες της Ιστορίας, τον "συνειδητό της" παράγοντα - έναν πολύ σπουδαίο αλλά όχι τον αποφασιστικό παράγοντα. Ποτέ δεν κάναμε το αμάρτημα του ιστορικού υποκειμενισμού. Είδαμε τον αποφασιστικό παράγοντα - πάνω στην υπάρχουσα βάση των παραγωγικών δυνάμεων - στην ταξική πάλη, όχι μόνο σε εθνική αλλά σε διεθνή κλίμακα.
Όταν οι Μπολσεβίκοι έκαναν παραχωρήσεις στην τάση των χωρικών για ατομική ιδιοχτησία, έβαλαν αυστηρούς κανόνες για την είσοδο μελών στο Κόμμα, ξεκαθάρισαν το Κόμμα από τα ξένα στοιχεία, απαγόρεψαν τα άλλα κόμματα, εισήγαγαν τη ΝΕΠ, κάνανε εκχωρήσεις σ΄ ότι αφορά τις επιχειρήσεις ή κλείσανε διπλωματικές συμφωνίες με ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, έβγαλαν μερικά συμπεράσματα από το βασικό γεγονός που τους ήταν θεωρητικά καθαρό από την αρχή: ότι η κατάκτηση της εξουσίας, όσο σπουδαία και αν είναι από μόνη της, με κανέναν τρόπο δεν μεταμορφώνει το Κόμμα σε έναν κυρίαρχο ρυθμιστή του ιστορικού προτσές. Έχοντας πάρει στα χέρια του το κράτος, το Κόμμα είναι ικανό, βέβαια, να επηρεάσει την ανάπτυξη της κοινωνίας με μια δύναμη που προηγούμενα του ήταν απρόσιτη. Αλλά, με τη σειρά του, εκθέτει τον εαυτό του κάτω από την επίδραση όλων των άλλων στοιχείων της κοινωνίας - μια επίδραση δέκα φορές μεγαλύτερη. Μπορεί το Κόμμα, με μια άμεση επίθεση των εχθρικών δυνάμεων, να απομακρυνθεί από την εξουσία. Με έναν πιο βραδύ ρυθμό ανάπτυξης, μπορεί να εκφυλιστεί εσωτερικά, ενώ θα κρατιέται στην εξουσία. Είναι ακριβώς αυτή η διαλεχτική του ιστορικού προτσές που δεν κατανοείται από εκείνους τους σεχταριστές γνωσιολόγους που προσπαθούν να ανακαλύψουν στην παρακμή της σταλινικής γραφειοκρατίας ένα συντριπτικό επιχείρημα ενάντια στον Μπολσεβικισμό.
Στην ουσία αυτοί οι κύριοι λένε: το επαναστατικό κόμμα που δεν εμπεριέχει μέσα του καμιά εγγύηση ενάντια στον εκφυλισμό του είναι κακό. Με ένα τέτιο κριτήριο, ο Μπολσεβικισμός είναι φυσικά καταδικασμένος: δεν έχει κανένα φυλαχτό. Αλλά το ίδιο το κριτήριο είναι λαθεμένο. Η επιστημονική σκέψη απαιτεί μια συγκεκριμένη ανάλυση: πώς και γιατί εκφυλίστηκε το Κόμμα; Μέχρι τώρα, κανείς άλλος, πέρα από τους ίδιους τους Μπολσεβίκους, δεν έδωσαν μια τέτοια ανάλυση. Για να το κάνουν αυτό δεν χρειάστηκε να σπάσουν από τον Μπολσεβικισμό. Αντίθετα, βρήκαν στο οπλοστάσιό του όλα όσα χρειάζονταν για να εξηγήσουν την μοίρα του. Έβγαλαν τούτο δω το συμπέρασμα: είναι βέβαιο ότι ο σταλινισμός "βγήκε" από τον Μπολσεβικισμό, ωστόσο, όχι λογικά, αλλά διαλεχτικά, όχι σαν μια επαναστατική θέση αλλά σαν μια θερμιδωριανή άρνηση. Κι αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο.
Το Κόμμα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας της εξέλιξης και σε μια μεγαλύτερη ιστορική κλίμακα δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας
(Τρότσκι, «Σταλινισμός και μπολσεβικισμός»).


Εδώ μπορούν ίσως να μας φέρουν την αντίρρηση: γιατί λοιπόν τέτοια προηγμένα κράτη, σαν τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, εφαρμόζουν μια υπέροχη «ρύθμιση της οικονομικής ζωής», χωρίς καν να σκέπτονται να εθνικοποιήσουν τις τράπεζες;
Γιατί, θα τους απαντήσουμε, τα κράτη αυτά, μ όλο που το ένα είναι μοναρχία, και το άλλο δημοκρατία, είναι και τα δυο όχι μόνο καπιταλιστικά, μα και ιμπεριαλιστικά. Κι επειδή είναι τέτοια, πραγματοποιούν τους μετασχηματισμούς που τους είναι αναγκαίοι, ακολουθώντας τον αντιδραστικό-γραφειοκρατικό δρόμο, ενώ εμείς μιλάμε εδώ για τον επαναστατικό-δημοκρατικό δρόμο.
(Λένιν, τ. 34, σελ. 165, «Η καταστροφή που μας απειλεί»).


Ο νόμος των μισθών λοιπόν, δεν είναι απ αυτούς που διαγράφουν μια σκληρή και σταθερή γραμμή. Δεν είναι άκαμπτος, τηρουμένων κάποιων ορίων. Υπάρχει σε κάθε εποχή (εξαιρουμένης της μεγάλης ύφεσης) για κάθε κλάδο μια σχετική ελαστικότητα, μέσα στην οποία το επίπεδο των μισθών μπορεί να μεταβληθεί απ τα αποτελέσματα της πάλης ανάμεσα στις δυο ανταγωνιζόμενες πλευρές. Σε κάθε περίπτωση, οι μισθοί καθορίζονται απ το παζάρεμα και σ ένα παζάρεμα αυτός που αντιστέκεται περισσότερο χρόνο και καλύτερα, έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να πάρει περισσότερο απ αυτό που δικαιούται.
(Ένγκελς, «Το σύστημα της μισθωτής εργασίας»).


Αν δεν κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στην πραγματικότητα, πρέπει να παραδεχτούμε πως σήμερα η προλεταριακή πολιτική του κόμματός μας καθορίζεται όχι απ την σύνθεσή του, αλλά από το τεράστιο, το απόλυτο κύρος του λεπτότατου εκείνου στρώματος, που μπορεί να ονομαστεί παλιά φρουρά του κόμματος. Αρκεί μια μικρή εσωτερική πάλη μέσα σ αυτό το στρώμα, ώστε το κύρος του, αν δεν υποσκαφτεί, ν αδυνατίσει πάντως τόσο, ώστε να μην είναι πια εκείνο που θ αποφασίζει.
(Λένιν, τ. 45, σελ. 20, «Για τους όρους πρόσληψης νέων μελών στο κόμμα»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου